- Κορέα, Νότια
- Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας
Έκταση: 98.480 τ. χλμ.
Πληθυσμός: 48.324.000 (2002)
Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη Βόρεια Κορέα στα Β. Βρέχεται από την Ιαπωνική θάλασσα στα Α και από την Κίτρινη θάλασσα στα Δ.Η Ν.Κ. είναι ενιαίο κράτος και διαιρείται σε εννέα επαρχίες και επτά μητροπολιτικές περιοχές (σε παρένθεση η κορεατική ονομασία, η πρωτεύουσα και ο πληθυσμός των επαρχιών και των μητροπολιτικών περιοχών το 2000): Βόρεια Κιουνγκσάνγκ (Kyongsang-bukto, Νταεγκού ή Ταεγκού, 2.724.931), Βόρεια Τσολά (Cholla-bukto, Τζοντζού ή Τσοντζού, 1.890.669), Βόρεια Τσουγκτζόνγκ (Ch’ungch’ong-bukto, Τσονγκτζού, 1.466.567), Γκανγκουόν ή Κανγκουόν (Kangwon-do, Τσουντσόν, 1.487.011), Γκιονγκγκί ή Κγιονγκί (Kyonggi-do, Σουουόν, 8.984.134), Νότια Κιουνγκσάνγκ (Kyongsang-namdo, Τσανγκουόν, 2.978.502), Νότια Τσολά (Cholla-namdo, Γκουανγκτζού ή Κουανγκτζού, 1.996.456), Νότια Τσουγκτζόνγκ (Ch’ungch’ong-namdo, Νταετζόν ή Ταετζόν, 1.845.321), Τζετζού ή Τσετζού (Cheju-do, Τζετζού ή Τσετζού, 513.260) και στις μητροπολιτικές περιοχές Γκουανγκτζού ή Κουανγκτζού (Kwangju-gwangyoksi, 1.352.797), Ιντσόν (Inch’on-gwangyoksi, 2.475.139), Μπουσάν ή Πουσάν (Pusan-gwangyoksi, 3.662.884), Νταεγκού ή Ταεγκού (Taegu-gwangyoksi, 2.480.578), Νταετζόν ή Ταετζόν (Taejon-gwangyoksi, 1.368.207), Ουλσάν (Ulsan-gwangyoksi, 1.014.428), και Σεούλ (Soul-t’ukpyolsi, 9.853.972).Επίσημη γλώσσα είναι η κορεατική, που αποτελεί μέρος των ουραλοαλταϊκών γλωσσών. Εξαιρουμένων των 30.000 Κινέζων, δεν υπάρχουν άλλες εθνικές ή γλωσσικές μειονότητες στη χώρα.Σύμφωνα με το σύνταγμα του 1987, η νομοθετική εξουσία ασκείται από την εθνοσυνέλευση, τα 273 μέλη της οποίας εκλέγονται απευθείας από τον λαό κάθε 4 χρόνια. Δικαίωμα ψήφου έχουν άντρες και γυναίκες άνω των 20 ετών. Η εκτελεστική εξουσία ανήκει στον πρόεδρο ο οποίος εκλέγεται με καθολική, μυστική ψηφοφορία για πέντε χρόνια. Ο πρόεδρος διορίζει τον πρωθυπουργό, ο οποίος, όμως, πρέπει να έχει την αποδοχή της εθνοσυνέλευσης.Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2002, πρόεδρος της χώρας αναδείχθηκε ο Ρο Μου-χιούν, ο οποίος ανέλαβε καθήκοντα τον Φεβρουάριο του 2003. Σημαντικότερα κόμματα της χώρας είναι το Μεγάλο Εθνικό Κόμμα, το Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα της Χιλιετίας και οι Ενωμένοι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες.Σύμφωνα με τις διατάξεις του συντάγματος, η αρχή της δικαιοσύνης είναι ανεξάρτητη. Ανώτερο όργανο είναι το ανώτατο δικαστήριο, το οποίο αποτελείται από 14 δικαστές διορισμένους από τον πρόεδρο της χώρας με συγκατάθεση της εθνοσυνέλευσης. Αυτό το ανώτατο όργανο αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό και με απόλυτη δέσμευση για τα κατώτερα δικαστήρια επί των υποθέσεων που έχουν ήδη εκδικαστεί από τα άλλα δευτεροβάθμια δικαστήρια για θέματα αστικά, ποινικά, διοικητικά και εκλογικά, για τα οποία υποβάλλεται προσφυγή. Υπάρχουν πέντε εφετεία, της Σεούλ, της Μπουσάν, της Νταεγκού, της Νταετζόν και της Γκουανγκτζού, τα οποία έχουν δικαιοδοσία σε όλες τις αστικές και ποινικές υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις σε πρώτο βαθμό από τα διάφορα περιφερειακά δικαστήρια. Ένα εννεαμελές συνταγματικό δικαστήριο διευθετεί συνταγματικά και πολιτικά ζητήματα. Στη Σεούλ λειτουργεί επίσης ειδικό δικαστήριο, στην αποκλειστική αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται όλες οι οικογενειακές υποθέσεις, καθώς και οι υποθέσεις ανηλίκων.Μόνο το 50% των κατοίκων της χώρας δηλώνουν πιστοί κάποιας θρησκείας. Από αυτούς, το 49% είναι βουδιστές μαχαγιάνα, το 48% χριστιανοί (κυρίως προτεστάντες) και οι υπόλοιποι κομφουκιανοί, ταοϊστές και πιστοί του Τσοντονγκίο (μία λατρεία στην οποία ενυπάρχουν στοιχεία από τον σαμανισμό, τον βουδισμό και τον χριστιανισμό).Η στοιχειώδης εκπαίδευση παρέχεται δωρεάν και είναι υποχρεωτική για 6 χρόνια. Στη συνέχεια, η μέση εκπαίδευση περιλαμβάνει 3 χρόνια μέσης σχολής και 3 χρόνια ανώτερης. Η ανώτατη εκπαίδευση, που παρέχεται από 100 σχολές (πανεπιστήμια, ιδιωτικά και δημόσια κολέγια), απαιτεί φοίτηση 4 ή 5 ετών. Μετά την πολιτική διαίρεση του 1953 η Ν.Κ. δέχεται αμερικανικές επιρροές και στον τομέα της εκπαίδευσης. Το 1995 το ποσοστό αναλφαβητισμού υπολογιζόταν στο 2%.Η στρατιωτική θητεία είναι υποχρεωτική και διαρκεί 26-30 μήνες. Το 1998 οι ένοπλες δυνάμεις αριθμούσαν περίπου 672.000 άτομα, κατανεμημένα στον στρατό ξηράς (560.000), στην αεροπορία (52.000) και στο ναυτικό (60.000). Τα βαρέα άρματα μάχης υπολογίστηκαν σε 2.400, τα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού σε 2.600, τα αεροσκάφη σε 765, τα ελικόπτερα σε 473 και τα πολεμικά πλοία σε 58. Την ίδια χρονιά η μόνιμη αμερικανική στρατιωτική παρουσία ανερχόταν σε 36.000 άντρες και γυναίκες.Η κοινωνική πρόνοια είναι στοιχειώδης καθώς δεν υπάρχουν κρατικές συντάξεις ούτε επιδόματα ανεργίας. Το 1994 το 6,6% του ετήσιου προϋπολογισμού αφορούσε τον τομέα της υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης. Την ίδια χρονιά αντιστοιχούσε ένας γιατρός ανά 817 πολίτες και υπήρχαν διαθέσιμες 113.000 νοσοκομειακές κλίνες σε ολόκληρη τη χώρα.Η γεωλογική δομή της Κ. παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά της μαντζουριανής ζώνης στην οποία ανήκει· αντιπροσωπεύει το ακραίο τμήμα των αρχαίων ασιατικών ηπειρωτικών μαζών, στις παρυφές των γεωσυγκλίνων από τα οποία δημιουργήθηκε το ιαπωνικό αρχιπέλαγος.
Είναι διαδεδομένα τα αρχαιοζωικά πετρώματα όπως οι γρανίτες, οι γνεύσιοι και οι κρυσταλλοπαγείς σχίστες, που αποτελούν τη βάση των παλαιοζωικώv σειρών, που υπέστησαν στη συνέχεια έντονες συρρικνώσεις και ισχυρές τεκτονικές μετατοπίσεις. Στο μεσοζωικό και, ακριβέστερα, στο κρητιδικό, όταν άρχισαν οι πρώτες εκδηλώσεις της ορεογένεσης του τριτογενούς, ανάγεται μία γιγαντιαία διείσδυση γρανιτικών μαζών και πορφυριτών, που αναδύονται σήμερα στο κεντρικό χερσονησιωτικό τμήμα και στο βόρειο ηπειρωτικό τμήμα.
Ελαφρώς εκτεταμένες είναι οι μεσοζωικές και καινοζωικές ιζηματαποθέσεις, που αποτελούνται γενικά από ψαμμίτες και κροκαλοπαγή πετρώματα, και ορίζονται κυρίως στην ανατολική παράκτια λωρίδα. Πολυάριθμες και ενίοτε επιβλητικές είναι οι λαβικές επεκτάσεις, που οφείλονται σε μία έντονη ηφαιστειακή δράση του τριτογενούς και βρίσκονται κυρίως στα Β και στο νησί Tζετζού.
Οι σχηματισμοί του παλαιοζωικού, που καταλαμβάνουν μεγάλη έκταση σε όλη την Κ., περιλαμβάνουν ένα μεγάλο ασβεστολιθικό απόθεμα (του κάμβριου) αξιοσημείωτης ευρύτητας και με εναλλασσόμενα χαρακτηριστικά λεπτών ασβεστόλιθων και ροζ σχιστόλιθων. Η περιοχή είναι πλούσια σε σιδηρομεταλλεύματα και ορυκτά ψευδαργύρου, μολύβδου και αργύρου, ενώ είναι συχνές οι καλλιεργήσιμες ανθρακοφόρες φλέβες. Στα ιζηματογενή εδάφη του μεσοζωικού επικρατούν κροκαλοπαγή πετρώματα και ψαμμίτες αξιοσημείωτου πάχους, ενώ λεπτές ανθρακοφόρες φλέβες μπορεί να βρεθούν στους κατώτερους σχίστες.
Το τριτογενές, που αντιπροσωπεύεται από μεμονωμένους σχηματισμούς σε όλη την ανατολική πλευρά της χερσονήσου, περιλαμβάνει πετρώματα χερσαίας και θαλάσσιας προέλευσης, όπως λιγνίτες, ψαμμίτες και κροκαλοπαγή πετρώματα. Ειδικότερα, τα πετρώματα του μειόκαινου είναι αποκλειστικά θαλάσσια και περιλαμβάνουν ψαμμίτες και σχίστες, καθώς και τύρφες και ηφαιστειακές λάβες.Μεγάλο τμήμα του κορεατικού εδάφους (περίπου τα τρία πέμπτα) είναι χερσονησιωτικό, ενώ το υπόλοιπο ηπειρωτικό. Το χερσονησιωτικό τμήμα, το οποίο βρέχεται από την Ιαπωνική αλλά και από την Κίτρινη θάλασσα και προεκτείνεται προς τα Ν, φτάνοντας σχεδόν το ιαπωνικό αρχιπέλαγος, έχει ογκώδες σχήμα, ελαφρώς αρθρωτό, γεγονός που καταδεικνύει άμεσα την ηλικία αυτής της γης, η οποία είναι πράγματι μία απόφυση των αρχαίων ασιατικών ηπειρωτικών μαζών, καθώς και περιοχή μετάβασης ανάμεσα σε αυτές και στις θάλασσες που εκτείνονται στον Ειρηνικό ωκεανό.
Στα Β ενώνεται με την ήπειρο με ένα εκτεταμένο ορεινό τμήμα, το οποίο, προς το εσωτερικό, δεσπόζει στις μαντζουριανές λεκάνες. Η δομική διαίρεση ανάμεσα στα δύο τμήματα είναι εμφανής από μία γραμμή που περνά μεταξύ Oυονσάν και Σεούλ, σύμφωνα με μία διεύθυνση που αντιστοιχεί με εκείνη όλων των κύριων τεκτονικών αξόνων της χώρας. Βασικό στοιχείο της φυσικής κορεατικής γεωγραφίας είναι η ορεινότητα, αν και κατά μεγάλο μέρος αποτελείται από γηραλέες μορφές, που οφείλονται στη μακροχρόνια διαβρωτική δράση. Αυτός ο ορεινός χαρακτήρας είναι περισσότερο έντονος στο ηπειρωτικό τμήμα, όπου υψώνεται μία σειρά αναγλύφων, όχι ενωμένων αλλά διατεταγμένων κυρίως κατά μήκος του περιθωριακού τόξου της ηπείρου. Το τμήμα της χερσονήσου χαρακτηρίζεται, αντίθετα, από μια σειρά αναγλύφων με νότια διεύθυνση, τα οποία καθώς στρέφονται προς τα Α δημιουργούν μια καταφανή ασυμμετρία ανάμεσα στο ανατολικό και στο δυτικό τμήμα· αφενός μία απόκρημνη πλευρά που δεσπόζει στην ακτή και αφετέρου σε επιπεδοποιημένες κορυφές και σε χαμηλά λοφώδη ανάγλυφα που κατέρχονται βαθμιαία μέχρι τη θάλασσα.
Η ασυμμετρία της χερσονήσου, η ποικιλία των γεωλογικών σχηματισμών και η αρχαιότητα των ορεογενετικών φαινομένων, στα οποία υπεισήλθαν σε πιο πρόσφατες εποχές διάφορες διαδικασίες ανανέωσης, είχε ως αποτέλεσμα την παρουσία πολυποίκιλων μορφολογικών στοιχείων. Στη Βόρεια Κ., που συνδέεται με την ορεινή ζώνη της Μαντζουρίας, εκτείνεται μία ζώνη υψιπέδων, που διαιρείται από ορεινές αλυσίδες ηφαιστειακής κατά ένα μέρος φύσης, οι οποίες φτάνουν στο μέγιστο ύψος των 2.744 μ. στο Mπαγκντουσάν. Το νοτιοανατολικό τμήμα αυτού του μεγάλου υψιπέδου κατέρχεται προς την παράκτια λωρίδα με αρκετά απόκρημνες πλαγιές. Το ανάγλυφο που συνδέει το ηπειρωτικό τμήμα με αυτό της χερσονήσου αποτελείται, με τη σειρά του, από αλυσίδες που προχωρούν παράλληλα με την τεκτονική τάφρο Oυονσάν-Σεούλ. Το σπουδαιότερο από αυτά τα ορεινά χαρακτηριστικά είναι εκείνο του Mπουγκνταεμπόνγκ, με ύψη που κυμαίνονται γύρω στα 1.000 μ. και καταλήγουν, στα Β, στο Mπαγκσάν (1.724 μ.). Η δυτική πλευρά των συγκεκριμένων αναγλύφων χαρακτηρίζεται από ένα εκτεταμένο και εύφορο οροπέδιο που πλησιάζει προς την ακτή. Η εκτενής αλυσίδα των βουνών Tαεμπάγκ αποτελεί την κυριότερη ράχη της χερσονήσου. Αυτή προχωρεί κατά μήκος της ανατολικής ακτής και περιλαμβάνει μερικές κορυφές που ξεπερνούν τα 1.500 μ. Στα δυτικά της αλυσίδας εκτείνεται το μεγάλο υψίπεδο Λινγκσού, οι απαλές, κυματοειδείς πλαγιές του οποίου φτάνουν στα δυτικά παράλια, δημιουργώντας την ανώμαλη παράκτια πορεία με μυχούς, ακρωτήρια και νησιωτικές αναδύσεις. Η ορεινή αλυσίδα των Σομπάγκ, που αποκλίνει από τα Tαεμπάγκ προς τα ΝΔ, αποτελεί το μέσο ορεογραφικό στοιχείο της χερσονήσου· είναι ένα αρχαίο ανάγλυφο που υψώνεται ανάμεσα στα 1.000 και 1.500 μ. και αγγίζει τα 2.000 μ. στις ακραίες νότιες παραφυάδες. Ανάμεσα στα Tαεμπάγκ και στα Σομπάγκ υπάρχουν μερικές μεγάλες περιοχές διάβρωσης, στις οποίες παρεμβάλλονται η πλούσια πεδιάδα Νταεγκού και η εύφορη κόγχη που περιβάλλει την Αντόνγκ. Οι νότιες ακτές εμφανίζονται περισσότερο κατακερματισμένες από τις δυτικές.
Το νησί Tζετζού, που βρίσκεται σε μία αρχαία γρανιτική τοποθεσία, αποτελείται κυρίως από μια ομάδα ηφαιστείων του τριτογενούς, που με την επιβλητική δράση τους κάλυψαν μεγάλο μέρος του νησιού με μεγάλα βασαλτικά στρώματα.
Οι πεδιάδες αντιστοιχούν στο 25% του κορεατικού εδάφους και καταλαμβάνουν τις χαμηλές περιοχές, που διαρρέονται από τους κυριότερους ποταμούς και τα παράλια της χερσονήσου. Οι πιο εκτεταμένες είναι οι δυτικές της Πιονγκγιάνγκ, της Σεούλ και της Γκουνσάν.Η ποικιλία των μορφολογικών στοιχείων της κορεατικής χερσονήσου αντανακλάται και στις κλιματικές συνθήκες, οι οποίες ρυθμίζονται από την έκφανση των μουσώνων, που το καλοκαίρι φυσούν θερμοί και υγροί από τον ωκεανό, ενώ τον χειμώνα καταφθάνουν βίαιοι, ψυχροί και ξηροί από την ήπειρο. Τα ψηλά δασώδη βουνά του Βορρά και η εκτεταμένη και ασύμμετρη ράχη της χερσονήσου, η θερμική αντίθεση των δύο θαλάσσιων λεκανών (λόγω της επίδρασης που ασκεί στις ανατολικές ακτές ένας βραχίονας του κούρο σίβο, του θερμού ρεύματος της Ιαπωνικής θάλασσας), η παρουσία μεγάλων εσωτερικών κογχών και εκτεταμένων υψιπέδων καθορίζουν ιδιόρρυθμες καταστάσεις που επιτρέπουν τη διάκριση ορισμένων κλιματικών περιοχών στη χώρα, με έκδηλες αντανακλάσεις στη διαφοροποίηση του τοπίου.
Οι έντονες θερμικές διακυμάνσεις παρατηρούνται ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο· οι βόρειες ορεινές περιοχές υφίστανται εκτεταμένους και ιδιαίτερα ψυχρούς χειμώνες με ελάχιστες τιμές γύρω στους 40°C υπό το μηδέν, έτσι που ακόμα και οι παράκτιες θάλασσες παγώνουν περισσότερο από τρεις μήνες τον χρόνο. Το κλίμα είναι τραχύ και στις εσωτερικές περιοχές της χερσονήσου. Στα Ν ο χειμώνας είναι πιο ήπιος παρότι φτάνει ενίοτε στους 10°C υπό το μηδέν. Αισθητές θερμικές διακυμάνσεις διακρίνουν επίσης τα δύο παράλια, ανατολικό και δυτικό. Το καλοκαίρι είναι πολύ υγρό, θερμό και βροχερό στα Ν, ενώ στα Β είναι ηπειρωτικού τύπου.
Οι θερμικές διακυμάνσεις είναι πιο έντονες στα Β, ενώ στις νότιες περιοχές η επίδραση της θάλασσας μετριάζει σε σημαντικό βαθμό το τραχύ κλίμα και το μεταβάλλει σε εύκρατο. Η μέση θερμοκρασία του πιο θερμού μήνα (σχεδόν πάντοτε του Αυγούστου) είναι 25-26°C στο νότιο τμήμα και 20-22°C στο βόρειο τμήμα, ενώ η θερμοκρασία του πιο ψυχρού μήνα (Ιανουαρίου) κυμαίνεται γύρω στους 0°C στα Ν και φτάνει, αντίθετα, τους -20°C στα Β.
Η κατανομή των ετήσιων βροχοπτώσεων είναι επίσης ποικίλη· άφθονες στις νότιες περιοχές, οι βροχοπτώσεις ξεπερνούν τα 1.300 χιλιοστά, προπάντων στις παράκτιες ζώνες της χερσονήσου, περιορίζονται βαθμιαία από τα ΝΑ στα ΒΔ και μειώνονται αισθητά στη βορειοανατολική περιοχή, όπου μόλις φτάνουν τα 500-600 χιλιοστά.Η κορεατική βλάστηση, που αποτελεί το πέρασμα ανάμεσα στις χλωρίδες της ανατολικής και της βόρειας Ασίας, ταξινομείται σε τρεις τύπους: φυτά της ψυχρής ζώνης, που απαντούν στα βουνά Tαεμπάγκ και στα πιο ψηλά εσωτερικά υψίπεδα και αποτελούν τον ίδιο τύπο της σιβηρικής δασικής βλάστησης κωνοφόρων, φυτά της εύκρατης ζώνης μεικτού δάσους, που βρίσκονται στο μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, και τέλος τροπική βλάστηση, που καλύπτει τα νότια παράλια και το νησί Tζετζού.
Η δασική ζώνη κωνοφόρων εκτείνεται στις επαρχίες Πιονγκάν, Tζαγκάνγκ και Xαμγκγιόνγκ (Βόρεια Κ.). Το κατώτερο υψομετρικό όριο ποικίλλει προς τις βόρειες περιοχές, από τα 1.500 μέχρι τα 600 μ. Στην εκτεταμένη εύκρατη δασική ζώνη εναλλάσσονται τα κωνοφόρα, τα φυλλοβόλα πλατύφυλλα (ιτιές, λεύκες, σημύδες, κάρπινος, δρύες, φτελιές κ.ά.) και άλλα φυτά, χαρακτηριστικά της Άπω Ανατολής.
Η πανίδα της Βόρειας Κ. σχετίζεται άμεσα με τα είδη της ηπειρωτικής Ασίας, τα οποία μετανάστευσαν από τη Σιβηρία ή από τη Μαντζουρία. Στο κεντρικό και νότιο τμήμα βρίσκονται, αντίθετα, ζωικά είδη ιθαγενή της Κ., παράλληλα με είδη όμοια με εκείνα που είναι διαδεδομένα στην ήπειρο και στην Ιαπωνία. Στην περιοχή ζουν αγριόχοιροι, πολυάριθμες αντιλόπες και ελάφια, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και ένα μεγαλόσωμο είδος, διαδεδομένο επίσης στη Μαντζουρία και στην Ιαπωνία.Λόγω της γεωμορφολογικής ιδιορρυθμίας της κορεατικής χερσονήσου, που περιορίζεται στα Β από ένα ορεινό φράγμα και διαρρέεται κατά μήκος από μια ορεινή ράχη που προχωρεί σε μικρή απόσταση από την ανατολική ακτή, όλοι οι σημαντικοί ποταμοί εκβάλλουν στην Κίτρινη θάλασσα ή στο Στενό της Κ., με εξαίρεση τον Tούμεν, που αποτελεί τη βορειοανατολική μεθόριο με τη Mαντζουρία και τη Ρωσία. Γενικά, οι κορεατικοί ποταμοί έχουν σύντομο και ακανόνιστο ρου, με περιορισμένες παροχές αλλά με σχετικά εκτεταμένες λεκάνες, τροφοδοτούμενες από πολυάριθμους παραποτάμους. Η υδρογραφική λεκάνη του Tούμεν φτάνει τα 10.000 τ. χλμ. και του Γιαλού τα 31.000 τ. χλμ., τα μισά από τα οποία ανήκουν στη Mαντζουρία, ενώ στην περίπτωση του Xαν, στη Νότια Κ., και του Nταεντόνγκ, στη Βόρεια Κ., ένα μεγάλο τμήμα των λεκανών τους περιλαμβάνεται στην πεδινή λωρίδα ανάμεσα στην ανατολική περιθωριακή αλυσίδα και στα δυτικά παράλια. Ο Ναγκντόνγκ εκβάλλει στο Στενό της Κ., με έναν μεγάλο χωνοειδή ποταμόκολπο στον οποίο βρίσκεται η Mπουσάν, το μεγαλύτερο κορεατικό λιμάνι. Η υδρογραφική λεκάνη του, με έκταση περίπου 24.000 τ. χλμ., καταλαμβάνει εκτεταμένες καλλιεργημένες κόγχες και αρδευόμενες που βρίσκονται ανάμεσα στην αλυσίδα των βουνών Tαεμπάγκ και Σομπάγκ.
Ο ρους του μεγαλύτερου μέρους των κορεατικών ποταμών είναι ορμητικός στην άνω λεκάνη τους, όπου επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες για την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, και στον κάτω ρου τους το πλωτό τμήμα είναι περιορισμένο και εξαρτάται άμεσα από την εποχιακή πορεία τους. Ο Tούμεν εξυπηρετεί τη μεταφορά ξυλείας και ορυκτών, αλλά είναι πλωτός μόνο κατά τους καλοκαιρινούς μήνες έως περίπου 340 χλμ. από τις εκβολές του· τα πλωτά τμήματα του Χαν και του Ναγκντόνγκ είναι μικρότερα. Οι ποταμόκολποι των κυριότερων ποταμών της δυτικής πλευράς είναι όλοι βαθείς, αποτελώντας εξαιρετικά φυσικά λιμάνια· σε αντιστοιχία με αυτούς είναι ανεπτυγμένα πολλά από τα κυριότερα οικονομικά και βιομηχανικά κέντρα της χερσονήσου. Η παροχή των κορεατικών ποταμών είναι άφθονη τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες, καθώς τροφοδοτούνται από τα χιόνια των ψηλών βουνών και από τις καλοκαιρινές βροχοπτώσεις, φτάνοντας γενικά στη μέγιστη στάθμη τους κατά τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο. Κατά τους δριμείς χειμώνες, στη Βόρεια Κ., ο Γιαλού, ο Tούμεν και οι άλλοι πιο βόρειοι ποταμοί παγώνουν σχεδόν σε όλο τον ρου τους.Στην ποικιλία του κορεατικού τοπίου μπορούν να ξεχωρίσουν ορισμένες ενότητες κατά περιοχές, μέσα στο περιβάλλον όμως της γενικότερης διαίρεσης ανάμεσα σε Βορρά και Νότο, που γίνεται εμφανές δομικά από το τεκτονικό ρήγμα, το οποίο βρίσκεται μεταξύ Oυονσάν και Σεούλ.
Στον Βορρά, η πιο εσωτερική περιοχή, που ορίζεται από τον ρου του ποταμού Γιαλού (που χωρίζει τη χώρα από τη Μαντζουρία), είναι εξαιρετικά ορεινή, αν και σε πολλά σημεία αποκτά όψεις υψιπέδου (Kαέμα), και κατέρχεται με αναβαθμίδες προς τις κοιλάδες που διαρρέονται από τον ίδιο τον Γιαλού και τον Tούμεν, στις οποίες δεσπόζει ο ψηλός ηφαιστειακός κώνος του Mπαγκντουσάν. Πολυάριθμοι άλλοι ποταμοί χαράζουν βαθιά τις πλαγιές και διακόπτονται συχνά από μεγάλα φράγματα που κατασκευάστηκαν για την παροχή ενέργειας στις παράκτιες βιομηχανικές ζώνες. Το δάσος των κωνοφόρων καλύπτει ευρύτατα τις περιοχές αυτές, οι οποίες λόγω της τραχιάς μορφολογίας και της δριμύτητας του κλίματος, παραμένουν κατά ένα μέρος ακατοίκητες.
Οι κλιματικές συνθήκες μεταβάλλονται προοδευτικά προς τις ακτές, όπου οι τιμές της πυκνότητας του πληθυσμού γίνονται πιο υψηλές. Ειδικότερα, κατά μήκος της βορειοανατολικής παράκτιας λωρίδας παρατηρήθηκε ριζική αλλαγή των οικονομικών συνθηκών, με τη βελτίωση της γεωργίας, την ενίσχυση της αλιείας, την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου και την ίδρυση πολυάριθμων βιομηχανιών. Η ζώνη της Κ. που βρίσκεται από την άλλη πλευρά, παρότι έχει πίσω της απρόσιτα ορεινά χωριά, δεν είναι αποκομμένη από την υπόλοιπη χώρα, κυρίως χάρη σε δύο βαθείς φυσικούς διαδρόμους (οι οποίοι διασχίζονται από τους σιδηροδρόμους που ενώνουν την Πιονγκγιάνγκ και τη Σεούλ), κατά ένα μέρος τεκτονικής προέλευσης, με εμφανή τα ίχνη ηφαιστειακών δράσεων. Εκεί, εκτός από τη γεωμορφολογία, παρουσιάζονται επίσης αλλαγές στο κλίμα και στο φυτικό τοπίο· οι βροχοπτώσεις είναι άφθονες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, και η βλάστηση, ημιφυλλοβόλα, είναι ως επί το πλείστον κατεστραμμένη από τη μακροχρόνια εκμετάλλευση. Κατά μήκος των δυτικών ακτών, που από φυσική και ιστορική πλευρά συνδέονται με τη Μαντζουρία, τα ορεινά χαρακτηριστικά είναι λιγότερο τονισμένα· οι ορεινές αλυσίδες κατευθύνονται προς τη θάλασσα με μακριές μεμονωμένες λοφώδεις ράχες, αποκτώντας στις μεγάλες ποτάμιες κοιλάδες κωνοειδές σχήμα. Ωστόσο, προς το εσωτερικό τα βουνά υψώνονται προοδευτικά, ώσπου καταλήγουν στον σχηματισμό ενός ενιαίου φράγματος. Από τα βουνά αυτά κατέρχονται πολυάριθμοι ποταμοί, ανάμεσα στους οποίους ο σπουδαιότερος είναι ο Nταεντόνγκ, που αποστραγγίζει την πιο εκτεταμένη λεκάνη της περιοχής. Το κλίμα είναι λιγότερο δριμύ, αλλά επηρεάζεται από τη γειτνίαση της ασιατικής ηπειρωτικής μάζας. Από την άλλη πλευρά, η Κίτρινη θάλασσα, λίγο βαθιά και περιφερειακή, δεν επηρεάζει τις συνθήκες της θερμοκρασίας, η οποία παρουσιάζει αξιοσημείωτες διακυμάνσεις τον χειμώνα και το καλοκαίρι.
Στις κεντρικές ζώνες της χερσονήσου το ανάγλυφο εξομαλύνεται βαθμιαία, εγκαταλείποντας τον συμπαγή χαρακτήρα που το διακρίνει στα Β, ενώ διαιρείται σε πολυάριθμες παράλληλες ορεινές αλυσίδες, ανάμεσα στις οποίες ρέουν διάφοροι ποταμοί.
Στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου δεσπόζει η ορεινή πλευρά των βουνών Tαεμπάγκ, η οποία διακόπτεται από πολυάριθμες κοιλάδες, απομονωμένες και κλειστές, που χαμηλώνουν ομαλά στην ακτή. Οι προσχωσιγενείς παράκτιες πεδιάδες είναι μικρές και, ύστερα από πρόσφατες ανυψώσεις, έχουν διαμελιστεί από χειμάρρους, οι οποίοι απέκτησαν εκ νέου διαβρωτική ισχύ, αλλά και δύναμη μεταφοράς· στις εκβολές, αντίθετα, οι εναποθέσεις έχουν σχηματίσει ακόμα και μικρές λιμνοθάλασσες. Πρόκειται γενικά για μια αραιοκατοικημένη περιοχή, μολονότι το κλίμα είναι σχετικά ήπιο χάρη στην επίδραση του θερμού ρεύματος της Ιαπωνικής θάλασσας.
Περισσότερο ήπιο γίνεται το κλίμα στη νοτιοανατολική περιοχή, που αντιστοιχεί κατά μεγάλο μέρος στη λεκάνη του ποταμού Nαγκντόνγκ, η οποία είναι εξ ολοκλήρου λοφώδης και όχι ιδιαίτερα πλούσια σε προσχωσιγενή εδάφη.
Οι πιο εσωτερικές και ορεινές ζώνες διατηρούν κάποιο τμήμα των αρχαίων εύκρατων δασών, αλλά σήμερα η καλλιέργεια του ρυζιού, που γίνεται κυρίως σε αναβαθμίδες, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής όπου, χάρη στις κλιματικές συνθήκες, παρέχει δύο συγκομιδές τον χρόνο.
Στη νοτιοδυτική περιοχή το κλίμα, σε συνδυασμό με την αξιοσημείωτη έκταση των πεδιάδων, έχει δημιουργήσει ένα πυκνοκατοικημένο τοπίο, μολονότι δεν παρουσιάζει ομοιόμορφες πλευρές, ιδιαίτερα στο εσωτερικό, όπου το ανάγλυφο τείνει να κατακερματίσει γεωγραφικά το έδαφος. Η παράκτια λωρίδα, με τη σειρά της, είναι σχεδόν κονιοποιημένη σε μια απειρία ακρωτηρίων και μυχών, απέναντι στους οποίους βρίσκονται εκατοντάδες μεγάλα και μικρά νησιά· στα μικρά τμήματα θάλασσας πλέουν οι τζόνκες, καθώς και άλλα σκάφη που χρησιμοποιούν οι τοπικοί πληθυσμοί για την αλιεία. Στις πεδιάδες, και ιδιαίτερα σε εκείνες της Γκιονγκσάνγκ και της Tσουνγκτσόνγκ, παράλληλα με τις εντατικές γεωργικές δραστηριότητες που βασίζονται στην καλλιέργεια του ρυζιού με άρδευση, έχει αναπτυχθεί η βιομηχανία και η περιοχή είναι σήμερα από τις πιο πυκνοκατοικημένες της Κ.Η προϊστορία της Κ. δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή, μολονότι στη χώρα υπάρχουν ίχνη που μαρτυρούν την ύπαρξη ανθρώπινης ζωής ήδη από τη νεολιθική αλλά και από την παλαιολιθική εποχή. Κατά τη νεολιθική εποχή η χερσόνησος υπήρξε η εστία κάποιας πολιτιστικής δραστηριότητας των πρώτων γεωργικών πολιτισμών του κινεζικού κόσμου. Ευρήματα, που αντιστοιχούν χρονικά και αρχαιολογικά σε αυτές τις περιόδους, ήρθαν στο φως στους σταθμούς του Βόρειου Xαμγκγιόνγκ και του Kιμπάλ στο Γκιονγκσάνγκ. Οι πιο σημαντικές και αρχαιότερες ιστορικές πληροφορίες ανάγονται στον 7ο αι. π.Χ. και προέρχονται από κινεζικά ντοκουμέντα, σχετικά με τα πρώτα μεταναστευτικά ρεύματα κινεζικών πληθυσμών. Ο πληθυσμός της Κ. μπορεί να θεωρηθεί, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ομοιογενής, αφού ο αριθμός των ξένων που ζουν στη χώρα είναι εξαιρετικά περιορισμένος· εξάλλου, ακόμα και πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, εκτός από περίπου 700.000 Ιάπωνες και 70.000 Κινέζους, δεν υπήρχαν άλλες ξένες πολυάριθμες παροικίες στη χώρα.Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του 2002, ο πληθυσμός της Ν.Κ. αριθμούσε 48.324.000 κατ., με προσδόκιμο ζωής τα 74,8 χρόνια (78,9 για τις γυναίκες και 71,2 για τους άντρες). Την ίδια χρονιά, η πυκνότητα του πληθυσμού υπολογίστηκε σε 490,6 κατ. ανά τ. χλμΟι αγροτικοί οικισμοί, που συνήθως είναι χτισμένοι κατά μήκος των κοιλάδων ή των συγκοινωνιακών αρτηριών, αποτελούν τον πιο διαδεδομένο τύπο εγκατάστασης στη χερσόνησο της Κ. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν, ανάλογα με τις οικολογικές και κοινωνικές συνθήκες· ενίοτε, ένας οικισμός περιλαμβάνει μόνο δύο ή τρία σπίτια, αλλά συνήθως, στις πεδιάδες όπου καλλιεργείται το ρύζι, ο οικισμός αποτελείται από περισσότερες των εκατό οικογενειών. Συνήθως οι οικισμοί βρίσκονται σε περιοχές κοντά στον Νότο, όπου οι λόφοι και οι κοιλάδες προσφέρουν μεγαλύτερες δυνατότητες γεωργικής εκμετάλλευσης. Τύποι διεσπαρμένων οικισμών συναντιούνται αποκλειστικά στα υψίπεδα του Βορρά.
Τα παραδοσιακά σπίτια είναι κατασκευασμένα από υλικά που βρίσκει κανείς εύκολα στη φύση· έχουν πέτρινα θεμέλια, τοίχους χτισμένους από πέτρα, λάσπη και ξύλινα δοκάρια, ενώ η σκεπή κατασκευάζεται από ρυζόχορτα. Βέβαια απαντώνται σε διάφορες παραλλαγές, δηλαδή σε αρκετές περιοχές η σκεπή αποτελείται από πλάκες και σε μερικές απομονωμένες τοποθεσίες χρησιμοποιούνται για τον ίδιο σκοπό φλοιοί δέντρων. Στις περιοχές όπου οι άνεμοι είναι ιδιαίτερα ισχυροί και οι χιονοπτώσεις έντονες οι σκεπές συγκρατούνται με σκοινιά.Κυριότερες πόλεις της χώρας (σε παρένθεση ο πληθυσμός το 2000, λεπτομέρειες στα αντίστοιχα λήμματα) είναι η πρωτεύουσα Σεούλ (9.853.972), η Μπουσάν (3.655.437), η Νταεγκού (2.473.990), η Ιντσόν (2.466.338), η Γκουανγκτζού (1.350.948) και η Νταετζόν (1.365.961).Αμέσως μετά την πολιτική διχοτόμηση η Ν.Κ., η οικονομία της οποίας βασιζόταν κυρίως στη γεωργία, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της εκβιομηχάνισής της χωρίς ωστόσο να διαθέτει σημαντικές πρώτες ύλες και ενεργειακές πηγές.
Οι καταστροφές που είχαν προκληθεί από τον πόλεμο ήταν σημαντικές και η ανασυγκρότηση της χώρας επετεύχθη σταδιακά μόνο με την αμερικανική συνδρομή καθώς και με την αρωγή της UNKRA (Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών για την ανασυγκρότηση της Κορέας) –βοήθειες που σταμάτησαν το 1960– αλλά και με την εισροή κεφαλαίου με τη μορφή άμεσων ξένων επενδύσεων. Η άνοδος της νοτιοκορεατικής οικονομίας ξεκίνησε το 1962, όταν τέθηκε σε εφαρμογή το πρώτο πενταετές σχέδιο ανάπτυξης. Σύμφωνα με την κυβερνητική πολιτική, η οικονομική ανάπτυξη βασίστηκε στο χαμηλό εργατικό κόστος και στην εξαγωγή βιομηχανικών προϊόντων.
Αυτός ο προσανατολισμός της οικονομίας προκάλεσε μία σειρά αρνητικών κοινωνικών φαινομένων (έξοδος των αγροτών, οξυμένη αστυφιλία στους πόλους έλξης, δημιουργία υποβαθμισμένων συνοικιών στην περιφερειακή ζώνη των πόλεων)· παράλληλα όμως, κατέστησε τη Ν.Κ. μία από τις πιο δυναμικές και πιο προηγμένες χώρες της Ασίας. Η οικονομία αναπτύχθηκε με ικανοποιητικούς ρυθμούς κατά τις δεκαετίες του ’70, ’80 και ’90 και λόγω των επιδόσεών της αποκλήθηκε Τίγρης, μαζί με άλλες τρεις χώρες της ανατολικής Ασίας. Ωστόσο η ασιατική χρηματοοικονομική κρίση του 1997 έπληξε τη χώρα βαρύτατα και αναδείχθηκαν τα μεγάλα προβλήματα της διαφθοράς και του επονομαζόμενου διαπλεκόμενου καπιταλισμού, καθώς και της οικογενειακής διάρθρωσης των μεγάλων και πολυσχιδών επιχειρηματικών ομίλων (τσεμπόλ).
Το 2001 το AEΠ της χώρας ήταν 865.000 εκατ. δολ. με ρυθμό ανάπτυξης 3,3%, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα υπολογίστηκε στα 18.000 δολ. Την ίδια χρονιά ο πληθωρισμός έφτανε στο 4,3% και η ανεργία στο 3,9%.
Στον αγροτικό τομέα απασχολείται το 9,5% του ενεργού πληθυσμού που παράγει το 5% του ΑΕΠ· μεγάλο τμήμα εξ αυτών εργάζεται στον αλιευτικό τομέα. Ο βιομηχανικός τομέας και ο ορυκτός πλούτος απασχολούν το 21,5% του ενεργού πληθυσμού και παράγουν το 44% του ΑΕΠ. Στις υπηρεσίες απασχολείται το 69% που παράγει το 51% του ΑΕΠ.Αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο έγινε αναδιανομή της αγροτικής γης με αποτέλεσμα να κυριαρχούν οι μικρές γεωργικές μονάδες. Ο μέσος γεωργικός κλήρος έχει έκταση 8,9 στρέμματα. Η Ν.Κ. μπορεί να χωριστεί σε δύο αγροτικές περιοχές: στη δυτική όπου καλλιεργείται σχεδόν αποκλειστικά το ρύζι, λόγω της μεγαλύτερης έκτασης των πεδινών εδαφών, και στην ανατολική όπου, εκτός από το ρύζι, υπάρχουν και άλλες καλλιέργειες χαρακτηριστικές των θερμών κλιμάτων. Οι κεντρικές και βόρειες περιοχές, αντίθετα, είναι καλλιεργημένες σε μικρότερη έκταση, αφού καλύπτονται κατά ένα μεγάλο μέρος τους από δάση.
Το κυριότερο προϊόν της χώρας είναι το ρύζι (7,21 εκατ. τόνοι το 2001), ιδιαίτερα στις δυτικές περιοχές, όπου το κλίμα ευνοεί δύο συγκομιδές ετησίως. Επίσης καλλιεργούνται ορισμένα είδη δημητριακών, όπως το κριθάρι (380.00 τόνοι) και το καλαμπόκι (80.000 τόνοι), ενώ είναι λιγότερο διαδεδομένη η καλλιέργεια του σιταριού. Άλλα φυτικά προϊόντα ευρείας κατανάλωσης είναι η σόγια, η πατάτα (730.000 τόνοι), η γλυκοπατάτα (350.000 τόνοι) και διάφορα όσπρια. Παράλληλα έγινε μεγάλη προσπάθεια για την ανάπτυξη της οπωροκαλλιέργειας (μήλα, πεπόνια, ροδάκινα και αχλάδια). Τα κυριότερα από τα φυτά που προορίζονται για τη βιομηχανία είναι το βαμβάκι, το σουσάμι, τα γουλιά, ο καπνός και η κάνναβη. Χαρακτηριστική καλλιέργεια αποτελεί το τζίνσενγκ, οι αποξηραμένες ρίζες του οποίου χρησιμοποιούνται στη φαρμακοβιομηχανία. Τα δάση καλύπτουν το 65,3% της επιφάνειας του εδάφους αλλά η εκμετάλλευσή τους είναι περιορισμένη και η παραγωγή ξυλείας περιορίζεται στα 1,72 κ.μ. ετησίως (2000).Το 2001 εκτρέφονταν στη χώρα 8,40 εκατ. χοίροι, 2,04 εκατ. βοοειδή και 131 εκατ. πουλερικά, ενώ βρισκόταν σε ανάπτυξη και η σηροτροφία (μετάξι). Η αλιεία είναι ένας τομέας που ακμάζει κυρίως στις δυτικές ακτές και η χώρα έχει αναπτύξει έναν από τους σημαντικότερους αλιευτικούς στόλους, ο οποίος αριθμεί 780 σύγχρονα σκάφη. Η ετήσια παραγωγή αλιευμάτων φτάνει τους 2,6 εκατ. τόνους (1997).Μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι σχέσεις της Νότιας και της Βόρειας Κορέας εντείνονταν σταδιακά, καθώς και οι δύο χώρες προσέβλεπαν σε μια μελλοντική κυριαρχία όλης της χερσονήσου. Στις 25 Ιουνίου 1950 τα βορειοκορεατικά στρατεύματα επιτέθηκαν και παραβίασαν τον 38ο παράλληλο, στην προσπάθειά τους να επιτύχουν την ένοπλη ενοποίηση της χερσονήσου. Αυτή η κίνηση αποτέλεσε την έναρξη του πολέμου της Κορέας, ο οποίος συνεχίστηκε για τρία χρόνια και έληξε στις 27 Ιουλίου 1953 με την υπογραφή διμερούς συμφωνίας για εκεχειρία (βλ. λ. Κορέα, Ιστορία).
Στον Νότο η κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά τον πόλεμο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Η κυβέρνηση του Σίνγκμαν Pι, ο οποίος εξελέγη το 1948, ήρθε αντιμέτωπη με τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί λόγω του πολέμου. Ανάμεσα στα φλέγοντα ζητήματα συγκαταλεγόταν το δημογραφικό πρόβλημα που είχε προκληθεί λόγω της μετανάστευσης του πληθυσμού από τον Βορρά. Έτσι, η εξισορρόπηση της οικονομίας, που βασιζόταν κυρίως στη γεωργία, παρέμενε αδύνατη. Επιπλέον, η πολιτική του Σίνγκμαν Pι είχε πάρει περισσότερο αυταρχική και δεσποτική κατεύθυνση· οι προεδρικές εκλογές που επακολούθησαν είχαν διοργανωθεί χωρίς την παραμικρή εγγύηση δημοκρατικότητας και οι υποψήφιοι της αντιπολίτευσης, σε πολλές περιπτώσεις, αποκλείστηκαν πριν από τις εκλογές.
Στην εξωτερική πολιτική ο Pι, εκτός από τη φιλοπόλεμη αντιμετώπιση της Βόρειας Κορέας, έτρεφε έντονη απέχθεια για την Ιαπωνία, γεγονός που προκαλούσε σοβαρές δυσχέρειες στην οικονομία της χώρας. Το καθεστώς του Pι κατέρρευσε τον Aπρίλιο του 1960 έπειτα από μία λαϊκή εξέγερση, ηγέτες της οποίας ήταν οι σπουδαστές και οι διανοούμενοι. Ο Pι τότε διέφυγε στο εξωτερικό βρίσκοντας καταφύγιο στις HΠA. Η εξουσία περιήλθε σε μία σύνθετη δημοκρατική κυβέρνηση, της οποίας προΐστατο ένας καθολικός, ο Tζον Tσανγκ. Σύντομα, όμως, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα (16 Μαΐου 1961) έφερε στην εξουσία τον στρατηγό Tσανγκ Nτο Γιουνγκ, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1962 εκδιώχθηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Στη συνέχεια, τη διακυβέρνηση ανέλαβε μία δημοκρατική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Γιον Πο Σουν, που ανετράπη με ένα άλλο πραξικόπημα από τον στρατηγό Παρκ Tσουνγκ Xι, τον Μάρτιο του 1962. Ακολούθησε μία νέα περίοδος ταραχών και βιαιοτήτων. Τον Οκτώβριο του 1963, ο Παρκ υπέβαλε υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές και εξελέγη με μικρή πλειοψηφία. Η χώρα διένυσε μια σχετικά ήρεμη περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας συντελέστηκε ιδιαίτερη ανάπτυξη στον οικονομικό τομέα. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, οι σχέσεις της Ν.Κ. με την Ιαπωνία αποκαταστάθηκαν προσωρινά, σε αντίθεση με τις διαμαρτυρίες ενός μέρους της κοινής γνώμης· ωστόσο η εσωτερική πολιτική κατάσταση της χώρας δεν σημείωσε ιδιαίτερη βελτίωση. Ο Παρκ επανεξελέγη το 1967 με μεγάλη πλειοψηφία και ξαναπήρε την εντολή. Έπειτα από δύο χρόνια, η ένταση οξύνθηκε, όταν ο Παρκ κατόρθωσε, παρά τις αντιρρήσεις της αντιπολίτευσης, να περάσει μία συνταγματική τροποποίηση που του επέτρεπε να συμμετάσχει για τρίτη φορά στις προεδρικές εκλογές. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, φάνηκε ότι οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο κράτη της κορεατικής χερσονήσου εισέρχονταν σε νέα φάση· η κυβέρνηση του Παρκ άρχισε μυστικές διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τη Βόρεια Κορέα.
Τον Νοέμβριο του 1972 τα δύο καθεστώτα συμφώνησαν να θέσουν τέρμα στον προπαγανδιστικό πόλεμο και τον Απρίλιο του 1973 ο Βορειοκορεάτης ηγέτης, Kιμ Iλ Σουνγκ, ανέλαβε την υποχρέωση να μην εισβάλει στον Νότο και πρότεινε την αμοιβαία μείωση των στρατιωτικών δυνάμεων. Όμως, ο πολιτικός διάλογος δεν ακολουθήθηκε από συγκεκριμένες ενέργειες. Στις 27 Οκτωβρίου 1979 ο πρόεδρος Παρκ δολοφονήθηκε από τον αρχηγό των μυστικών υπηρεσιών της χώρας και τον διαδέχθηκε ο πρωθυπουργός Tσόι Kίου Xα.
Δύο μήνες μετά τη δολοφονία του Παρκ, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα με επικεφαλής τον υποστράτηγο Tσουν Nτου Xουάν ανέλαβε την εξουσία, αλλά επέτρεψε στον πρόεδρο Tσόι να διαδεχθεί τον Παρκ. Ο Tσόι υποσχέθηκε μεταρρυθμίσεις, αλλά οι φοιτητικές διαδηλώσεις τον Μάιο του 1980 οδήγησαν σε συλλήψεις πολιτικών αρχηγών και στην επιβολή του στρατιωτικού νόμου σε ολόκληρη τη χώρα. Περισσότεροι από 200 άνθρωποι σκοτώθηκαν, όταν στρατιωτικές δυνάμεις εισέβαλαν στην πόλη Γκουανγκτζού, η οποία είχε καταληφθεί από τους φοιτητές. Τον Αύγουστο ο Tσουν ανέλαβε την προεδρία και μολονότι ο στρατιωτικός νόμος καταργήθηκε τον Ιανουάριο του 1981 και δημιουργήθηκαν νέα πολιτικά κόμματα, η κατάσταση που διαμορφώθηκε ήταν η ουσιαστική νομιμοποίηση ενός αυταρχικού και δεσποτικού καθεστώτος.
Το 1984 σημειώθηκε νέα κλιμάκωση των φοιτητικών διαδηλώσεων σε όλες τις πανεπιστημιουπόλεις της Ν.Κ. Η κυβέρνηση απάντησε με την απελευθέρωση χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων, ενώ στις γενικές εκλογές που διεξήχθησαν το 1985 το Νέο Δημοκρατικό Κόμμα, με επικεφαλής τον Kιμ Γιουνγκ Σαμ και τον Kιμ Nτάε-γιουνγκ, κατάφερε να αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση. Ο Tσουν, αφού κέρδισε τις εκλογές, όρισε τον Pο Tάε Bου νέο πρόεδρο του κόμματός του και λίγο αργότερα ανακοίνωσε την παύση της διαδικασίας των μεταρρυθμίσεων έως τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών αγώνων, οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν στη Σεούλ τον Σεπτέμβριο του 1988. Η αναγγελία του Tσουν προκάλεσε νέες σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα στους διαδηλωτές και στην αστυνομία, στις μεγάλες πόλεις.
Στα μέσα του 1987 και ενώ ο Pο είχε υποδειχθεί ως υποψήφιος πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος, δήλωσε ότι δεν θα αποδεχόταν την υποψηφιότητα σε περίπτωση που δεν θα γίνονταν δεκτά τα αιτήματα της αντιπολίτευσης. Οι συνταγματικές τροπολογίες έγιναν αποδεκτές και στις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου ο Pο απέσπασε το 36% των ψήφων και ανακηρύχθηκε πρόεδρος τον Φεβρουάριο του επόμενου χρόνου. Από τις αρχές του 1988 χιλιάδες φοιτητές πραγματοποίησαν διαδηλώσεις και πορείες σε ολόκληρη τη χώρα, ζητώντας να διεξαχθεί έρευνα για τις σφαγές που είχε διαπράξει ο στρατός στην Γκουανγκτζού το 1980. Ωστόσο, οι Ολυμπιακοί αγώνες διεξήχθησαν χωρίς σημαντικά επεισόδια και, παράλληλα, αρκετές χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι απελευθερώθηκαν κατά την ίδια περίοδο.
Η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στα χρόνια της προεδρίας του Pο χαρακτηρίστηκε από ανακατατάξεις στο επίπεδο των κομμάτων, με συγχωνεύσεις και δημιουργία νέων κομματικών σχηματισμών, ενώ σε διεθνές επίπεδο ο Pο ανέλαβε σημαντικές πρωτοβουλίες, βελτιώνοντας τις σχέσεις της χώρας με τη Σοβιετική Ένωση και αργότερα με τη Pωσία, την Kίνα και αρκετές άλλες ασιατικές χώρες.
Στις προεδρικές εκλογές (1992) αναδείχθηκε νικητής ο Kιμ Γιουνγκ Σαμ, υποψήφιος του Δημοκρατικού Φιλελεύθερου Κόμματος, και ανέλαβε το 1993 τα καθήκοντά του ως ο πρώτος πρόεδρος της Ν.Κ. από το 1960 που δεν προερχόταν από το στρατιωτικό σώμα. Ο Kιμ, αμέσως μετά την εκλογή του, έσπευσε να ενεργήσει προς την κατεύθυνση πάταξης της διαφθοράς στην οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας, όπως άλλωστε είχε υποσχεθεί στην προεκλογική του εκστρατεία. Μόνο κατά τη διάρκεια του 1993 τα μέτρα κατά της διαφθοράς είχαν οδηγήσει στην απόλυση 3.000 κυβερνητικών και στρατιωτικών αξιωματούχων. Ταυτόχρονα άρχισαν έρευνες για το πραξικόπημα του 1979 και για την ανάμειξη των πρώην προέδρων Tσουν και Pο στην εξασφάλιση στρατιωτικών συμβολαίων.
Τον Οκτώβριο του 1994 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι οι πρώην πρόεδροι Tσουν και Pο είχαν λάβει μέρος αποδεδειγμένα σε μία προμελετημένη στρατιωτική στάση. Η υπόθεση αυτή ονομάστηκε η δίκη του αιώνα στη Ν.Κ. και κατέληξε σε εντυπωσιακές δικαστικές αποφάσεις. Τον Οκτώβριο του επόμενου έτους βουλευτής της αντιπολίτευσης δήλωσε ότι ο Pο συγκέντρωσε περιουσία περίπου 500 εκατ. δολ. κατά τη διάρκεια της εξουσίας του από το 1988 έως το 1993. Λίγες ημέρες αργότερα ο Pο επιβεβαίωσε τις καταγγελίες, γεγονός που οδήγησε στη σύλληψή του και σε μία σειρά ανακρίσεων τόσο για τη διαφθορά όσο και για τη συμμετοχή του στρατού στις σφαγές των φοιτητών το 1979 και το 1980. Τον Δεκέμβριο συνελήφθη και ο Tσουν για το πραξικόπημα του 1979, ενώ μαζί με τους δύο προέδρους παραπέμφθηκαν και εννέα μεγιστάνες του πλούτου καθώς και πέντε ανώτατοι αξιωματούχοι. Έπειτα από μήνες ανακρίσεων και συγκλονιστικών αποκαλύψεων, τόσο για τα οικονομικά σκάνδαλα όσο και για τη βίαιη καταστολή που ασκήθηκε κατά τη δεκαετία του 1980, τον Αύγουστο του 1996 το δικαστήριο της Σεούλ καταδίκασε σε θάνατο τον Tσουν, για το πραξικόπημα και τη σφαγή των διαδηλωτών (που ξεπερνούσαν τους 200 νεκρούς) στην Γκουανγκτζού, και τον Pο σε 22 χρόνια και έξι μήνες κάθειρξη. Οι εννέα μεγαλοεπιχειρηματίες καταδικάστηκαν σε μικρές ποινές φυλάκισης, ενώ αυστηρές ποινές επιβλήθηκαν και στους στρατιωτικούς αξιωματούχους που παραπέμφθηκαν μαζί τους. Πάντως, τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, το εφετείο μετέτρεψε τη θανατική ποινή σε ισόβια για τον Τσουν και μείωσε την ποινή του Ρο.
Στο μεταξύ, τον Απρίλιο του 1996 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές κατά τις οποίες το κυβερνών κόμμα κέρδισε τις 139 από τις 299 έδρες και διατήρησε την πλειοψηφία χάρη στην υποστήριξη ορισμένων ανεξάρτητων βουλευτών και βουλευτών της αντιπολίτευσης.
Τον Φεβρουάριο του 1997 πτώχευσε το τσεμπόλ Χάνμπο, προκαλώντας κυβερνητική κρίση αλλά και την παραίτηση του υπουργού Εσωτερικών. Τον Μάρτιο άλλο ένα τσεμπόλ, το Σάμι, κήρυξε πτώχευση, ενώ τον Απρίλιο απαγγέλθηκαν κατηγορίες για φοροδιαφυγή και δωροδοκία στον γιο του Κιμ.
Η Ν.Κ. βρέθηκε στη δίνη της ασιατικής χρηματοοικονομικής κρίσης, που ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1997. Πολλά τσεμπόλ βρέθηκαν σε αδυναμία αποπληρωμής των υπέρογκων δανείων τους, το γουόν υποτιμήθηκε, ενώ τα διεθνή κεφάλαια αρνήθηκαν να χορηγήσουν άλλες πιστώσεις στις επιχειρήσεις της χώρας. Τον Νοέμβριο ο πρόεδρος Kιμ Γιουνγκ Σαμ ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για τη χορήγηση βοήθειας από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η οποία τελικά έφτασε τα 58,8 δισ. δολ. Στις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου αναδείχθηκε νικητής ο Κιμ Ντάε-γιουνγκ, ο πρώτος που προήλθε από την αντιπολίτευση από την ίδρυση του κράτους το 1948. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Κιμ Γιουνγκ Σαμ χορήγησε αμνηστία στους Τσουν και Ρο πριν παραδώσει τα καθήκοντά του.
Τον Ιανουάριο του 1998, ο Κιμ Ντάε-γιουνγκ άρχισε να εφαρμόζει το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που απαίτησε το ΔΝΤ, προκειμένου να χορηγήσει την οικονομική βοήθεια, ενώ πολλοί πολίτες έσπευσαν να προσφέρουν χρυσό στην κυβέρνηση για να συνδράμουν στην αντιμετώπιση της συναλλαγματικής κρίσης. Πάντως η αντιπολίτευση είχε την πλειοψηφία στη βουλή προκαλώντας πολλά προβλήματα στον Κιμ Ντάε-γιουνγκ, ακόμη και στον διορισμό του πρωθυπουργού και των υπουργών του. Η κατάσταση άλλαξε τον Σεπτέμβριο του 1998, όταν ένας βουλευτής προσχώρησε στο αντίθετο στρατόπεδο δίνοντας οριακή πλειοψηφία στους υποστηρικτές του προέδρου στη βουλή.
Στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου του 2000, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κέρδισε σχεδόν την πλειοψηφία των εδρών (του έλειπαν μόνο τέσσερις). Στις 14 Ιουνίου 2000 ο Κιμ Ντάε-γιουνγκ επισκέφθηκε τον Κιμ Γιονγκ-Ιλ στην Πιονγκγιάνγκ, στην πρώτη συνάντηση μεταξύ ηγετών των δύο κορεατικών κρατών. Οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να εργαστούν ανεξάρτητα προς την κατεύθυνση της επανένωσης, να μειώσουν τη συνοριακή ένταση και να αυξήσουν την οικονομική συνεργασία. Οι προσπάθειες του Κιμ Ντάε-γιουνγκ για συμφιλίωση των δύο κρατών επιβραβεύτηκαν με το βραβείο Νόμπελ ειρήνης το 2000. Η βελτίωση των σχέσεων συνεχίστηκε το 2001, με την πρώτη αποστολή ταχυδρομείου μεταξύ των δύο κρατών, για πρώτη φορά από τον πόλεμο της Κορέας. Ωστόσο, καθώς ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους προκάλεσε ένταση σε σχέση με τα αμυντικά ζητήματα και το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας, η Πιονγκγιάνγκ ακύρωσε τις συνομιλίες με τη Σεούλ που είχαν προγραμματιστεί για τον Μάρτιο του 2001.
Τον Σεπτέμβριο του 2001, μια κυβερνητική κρίση οδήγησε σε παραίτηση του υπουργικού συμβουλίου, ενώ τον Ιανουάριο του 2002 ακολούθησε νέος ανασχηματισμός. Το καλοκαίρι του 2002 δόθηκε μία μεγάλη ευκαιρία διεθνούς προβολής της χώρας με τη διοργάνωση του παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου (Μουντιάλ 2002), το οποίο η Ν.Κ. διοργάνωσε από κοινού με την Ιαπωνία.
Στις προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου του 2002 αναδείχθηκε νικητής ο Ρο Μου-χιούν, που ανέλαβε καθήκοντα τον Φεβρουάριο του επόμενου έτους. Η Βόρεια Κορέα αποχώρησε από τη συνθήκη μη διάδοσης των πυρηνικών όπλων και προειδοποίησε για κίνδυνο πυρηνικού πολέμου στην περιοχή.Πρωτοϊστορία. Ο πρώτος νεολιθικός κορεατικός πολιτισμός, που αναπτύχθηκε κατά μήκος των ακτών από σιβηρικούς πληθυσμούς κατά την 3η χιλιετία π.Χ., χαρακτηρίζεται από την κτενοειδή κεραμική, τυπική των ψαράδικων λαών της Βαλτικής και της Σιβηρίας.
Οι τελευταίοι υποτάχθηκαν κατά την 1η χιλιετία π.Χ. από έναν αγροτικό λαό, που προερχόταν από τη Μαντζουρία και εγκαταστάθηκε στο εσωτερικό της Κ.· αυτός ο λαός μεταφύτευσε την ερυθρομέλανη ακόσμητη κεραμική του, καθώς και μια κεραμική περισσότερο εκλεπτυσμένη, με ερυθρή λεία επιφάνεια (επηρεασμένη από τη νεολιθική κινεζική τέχνη). Επίσης κατασκεύαζε πέτρινους πελέκεις σε σχήμα ημισελήνου, παρόμοιους με τον κινεζικό τύπο Γιανγκ-σάο και Λουνγκ Σαν. Μία νέα φυλετική ενότητα, προερχόμενη από τη βόρεια Κίνα, εισήγαγε εκείνη την εποχή τη χρήση του χαλκού, ενώ μία άλλη ομάδα από τη νοτιοδυτική Μαντζουρία (μεταξύ 4ου και 3ου αι. π.Χ.) εισήγαγε τον σίδηρο και εγκαθίδρυσε το πρώτο μικρό βασίλειο (193 π.Χ.), με πρωτεύουσα τη σημερινή Πιονγκγιάνγκ. Οι Χαν, αφού κατέκτησαν μία περιοχή του Βορρά, ίδρυσαν την επαρχία του Λο-Λανγκ που αποτέλεσε την πρώτη εστία κινεζικού πολιτισμού στην Κ.
Δείγματα αυτής της τέχνης –λακαρισμένες κούπες για κρασί, χρυσά λεπτοδουλεμένα κοσμήματα καθώς και ένα φημισμένο λακαρισμένο δοχείο με ζωγραφικές αναπαραστάσεις από μικρές φιγούρες, που μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα ωραιότερα πρωτοκινεζικά αντικείμενα αυτού του είδους– βρέθηκαν στους τάφους Λο-Λανγκ, στα περίχωρα της Πιονγκγιάνγκ. Η Λο-Λανγκ και η νέα επαρχία Tάι-φανγκ, που είχε δημιουργηθεί νοτιότερα κατά τον 3ο αι. και απέβλεπε στην αντιμετώπιση της κορεατικής πίεσης, αντιστάθηκαν έως το 313 μ.Χ., όταν η Βόρεια Κ. κατακτήθηκε από το βασίλειο Kογκουργιό, οπότε οι κινεζικές αποικίες εκμηδενίστηκαν και εγκαινιάστηκε με την περίοδο των Τριών Βασιλείων η πρώτη φάση της κατεξοχήν κορεατικής τέχνης, που συνδεόταν άρρηκτα με τον βουδισμό, ο οποίος είχε εισαχθεί στη χώρα από την Κίνα το 372.
Η τέχνη των Τριών Βασιλείων. Η ακμή του βόρειου βασιλείου Kογκουργιό συνδέεται με τη δημιουργία των νέων πρωτευουσών Tσιαν-Xσιέν (σημερινή Tσι-άν) και Πιονγκγιάνγκ (από το 472 έως την πτώση του βασιλείου το 668), όπου οι Kογκουργιό εγκαταστάθηκαν οριστικά έναν αιώνα μετά την κατάκτηση της Λο-Λανγκ. Οι μεγάλοι πέτρινοι τάφοι σε σχήμα κλιμακωτής πυραμίδας του T’ουνγκ-κου (τάφος του στρατηγού, 5ος αι.) αποτελούν τα αρχαιότερα μνημεία αυτού του πολιτισμού. Οι τυμβοειδείς τάφοι, αντίθετα, που περιλαμβάνουν στο εσωτερικό τους ένα επενδεδυμένο με πέτρα και φιλοτεχνημένο με παραστάσεις δωμάτιο, ανάγονται χρονικά στην ιστορική περίοδο της άνθησης της Πιονγκγιάνγκ, κατά τη διάρκεια της οποίας είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος ο συγκεκριμένος ταφικός τύπος (τάφος με τις δύο κολόνες, τάφος του Oυχιόνι)· παρόμοια μνημεία υπάρχουν και στο T’ουνγκ-κου (τάφος των χορευτών κ.ά.). Οι τοιχογραφίες με σκηνές κυνηγιού, σκηνές από την καθημερινή ζωή, καθώς και τα κινεζικά σύμβολα των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα, αποτελούν την πιο χαρακτηριστική άποψη της τέχνης κογκουργιό· επίσης υπάρχει πληθώρα οδοντωτών προεξοχών στους τοίχους διακοσμημένων σύμφωνα με την τεχνοτροπία Χαν και με την αντίστοιχη των Έξι Δυναστειών (κύλινδρος του Kου K’άι-τσι). Αν η καλλιτεχνική δημιουργικότητα του Kογκουργιό εκπροσωπείται κυρίως από τα ζωγραφικά κατάλοιπα που διασώθηκαν, η δημιουργικότητα, αντίθετα, του βασιλείου Παεκτσέ (τυπικά ιδρύθηκε το 18 π.Χ., όμως διαμορφώθηκε ουσιαστικά περίπου το 300) εκπροσωπείται κυρίως από ναούς, εκ των οποίων διατηρήθηκαν μερικές παγόδες, αλλά και από τη γλυπτική.
Όμως, η πιο υψηλή έκφραση της τέχνης του Παεκτσέ είναι οι γλυπτικές βουδιστικές αναπαραστάσεις, οι οποίες διακρίνονται από τα στρογγυλά και χαμογελαστά πρόσωπα· αυτά διαφέρουν από τα λεπτά πρόσωπα της τεχνοτροπίας ουέι, τα οποία συνδέονται με τους νέους τύπους της κινεζικής γλυπτικής του 6ου αι. Ανάμεσα σε αυτές τις γλυπτικές αναπαραστάσεις συγκαταλέγονται το ανάγλυφο σε βράχο που παριστάνει τη βουδιστική τριάδα και βρίσκεται στη Σεοσάν, ένας μικρός Bοδισάτβα από επιχρυσωμένο μπρούντζο που βρέθηκε στο Mπουγέο και ο καθιστός Σακιαμούνι από στεατίτη (τα δύο τελευταία βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Σεούλ). Όμως τα πιο φημισμένα γλυπτά του βασιλείου Παεκτσέ βρίσκονται έξω από την Κ., στην Ιαπωνία, όπου η μυστηριακή γοητεία και το χαμόγελο Παεκτσέ χαρακτηρίζουν τα ξύλινα αγάλματα του Kουντάρα Kάνον στον ναό του Xοργιού στη Nάρα και του Γκούτζε Kάνον στη Γιουμεντόνο.
Στο νοτιοανατολικό βασίλειο Σίλα, τελευταίο από τα Τρία Βασίλεια (η επίσημη ίδρυσή του χρονολογείται το 57 π.Χ. αλλά ουσιαστικά συγκροτήθηκε περίπου το 300), που επρόκειτο να ενώσει την Κ. το 668, υπάρχει μεγάλος αριθμός τυμβοειδών τάφων ενός ειδικού τύπου. Ο τύμβος κατασκευαζόταν από ποταμίσια χαλίκια καλυμμένα από χώμα και περιλάμβανε ένα ξύλινο δωμάτιο με τη μορφή σαρκοφάγου, το οποίο περιείχε μία μικρότερη σαρκοφάγο, επίσης ξύλινη. Η ύπαρξη πέτρινων οικοδομημάτων επαληθεύεται με το επονομαζόμενο Παρατηρητήριο των Άστρων (Tσ’ομσόνγκ-ντάε), κοντά στην Γκιονγκτζού, που ανάγεται χρονικά στον 7ο αι. και έχει σχήμα κυλίνδρου, η διάμετρος του οποίου μειώνεται προοδευτικά προς την κορυφή (οι 365 πέτρες που το αποτελούν –όσες οι ημέρες του χρόνου– μαρτυρούν θρησκευτική ευλάβεια, αλλά και σχετική γνώση της αστρονομίας). Επίσης επαληθεύεται και από την παγόδα του Πουνχουανγκσά της Γκιονγκτζού, η οποία αρχικά αριθμούσε εννέα ορόφους (σήμερα παραμένουν τρεις), και η τεχνοτροπία της κατεργασίας της πέτρας μαρτυρεί μίμηση των πλίθινων κινεζικών παγόδων, ενώ τα γλυπτά της την επίδραση της κινεζικής τεχνοτροπίας των Έξι Δυναστειών. Στη γλυπτική σίλα διακρίνεται ένα αυστηρά εθνικό στιλ, που χαρακτηρίζεται από μυστικισμό και από διάχυτο φορμαλιστικό νατουραλισμό. Η τελευταία διαδόθηκε αργότερα σε σχέση με τα άλλα δύο βασίλεια (ο βουδισμός διείσδυσε τον 5ο αι. και έγινε επίσημη θρησκεία το 528). Το αρχαίο Σίλα απέδωσε στις γλυπτικές αναπαραστάσεις του Βούδα και του Mαϊτρέγια –σε στάση βαθιάς περισυλλογής, η οποία επικρατούσε στην Κ. ανάμεσα στα τέλη του 6ου και τις αρχές του 7ου αι.– αυστηρή σχηματοποίηση των κάθετων πτυχών και ολοκληρωτική αφαίρεση του κορμού. Τα πιο σημαντικά παραδείγματα αυτής της τέχνης αποτελούν ο ακέφαλος Mαϊτρέγια από γρανίτη (Εθνικό Μουσείο, Σεούλ), ο λεπτόμορφος μπρούντζινος Mαϊτρέγια (ανάκτορο Tόκσου, Σεούλ), καθώς και ο Mαϊτρέγια από επιχρυσωμένο μπρούντζο (ανάκτορο Tόκσου, Σεούλ), που έχει τρυπημένα αφτιά, σύμφωνα με το ρεύμα της εποχής Σίλα που επέβαλε τα βαριά χρυσά σκουλαρίκια.
Χαρακτηριστικά έργα της τέχνης των Τριών Βασιλείων είναι και οι φημισμένες χρυσές κορόνες (η πιο γνωστή είναι εκείνη που ανακαλύφθηκε το 1921 σε τάφο στην Γκιονγκτζού), διακοσμημένες με χρυσές ταινίες και ενώτια με πολύτιμους λίθους.
Η ακμή του βασιλείου Σίλα. Η ταυτόχρονη πίεση από τους Κινέζους T’ανγκ και από τους Σίλα του Νότου οδήγησε στην καταστροφή των παλαιών βασιλείων και στην ενοποίηση της Κ. υπό τη δυναστεία Σίλα (Μεγάλο Σίλα, 668-918). Ο καλλιτεχνικός εθνικισμός του αρχαίου Σίλα, που ήταν απομονωμένο στο νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου, παραχώρησε τη θέση του σε μια βαθιά ευλάβεια για τον κινεζικό πολιτισμό T’ανγκ, από τον οποίο επηρεάστηκαν ιδιαίτερα η πολιτική, η γραπτή γλώσσα, η κουλτούρα και η τέχνη.
Από τις εκατοντάδες των ναών σώζονται, εκτός από τις πέτρινες παγόδες, ο ναός του Πουλγκούκ-σα στα Δ της Γκιονγκτζού και ο ναός του Σουκουλάμ, οι οποίοι χρονολογούνται στο β’ μισό του 8ου αι. Η γλυπτική του Μεγάλου Σίλα είναι ρωμαλέα, αρμονική, απέριττη και συγγενής με το αντίστοιχο κινεζικό στιλ T’ανγκ. Ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί και στα γλυπτά από γρανίτη· ανάμεσα στα πιο μεγαλοπρεπή δείγματα του είδους συγκαταλέγεται ο κολοσσιαίος Βούδας της ροτόντας του ιερού του Σουκουλάμ, που είναι καθισμένος σε στάση διαλογισμού με τη γη, καθώς και οι ανάγλυφες βουδιστικές φιγούρες τρομερών φρουρών που διακοσμούν τον προθάλαμο, την είσοδο και τη ροτόντα. Όμως και η γλυπτική σε μπρούντζο εκπροσωπείται από δύο τεράστιους επιχρυσωμένους Βούδες οι οποίοι βρίσκονται στον ναό του Πουλγκούκ-σα και διαπνέονται από έναν κλασικό ρεαλισμό που παρατηρείται επίσης και στα μπρούντζινα ειδώλια τρομερών φρουρών που βρέθηκαν στην παγόδα του ναού Kαμούν-σα (7ος αι.) και αποτελούν τμήμα ενός μπρούντζινου κιβωτιδίου που περιέχει ένα βουδιστικό φυλαχτό.
Η τέχνη του βασιλείου Kοργιό. Το βασίλειο Kοργιό (918-1392), που προήλθε από την παρακμή του Μεγάλου Σίλα και αναστατώθηκε επανειλημμένα από τις εξεγέρσεις των ευγενών, είχε πρωτεύουσα το Σονγκντό (σημερινή Γκαεσόνγκ), που βρίσκεται στην κεντροδυτική Κ. και διακρίνεται από μια σημαντική αρχιτεκτονική και κεραμική δραστηριότητα, αλλά και από παρακμή της γλυπτικής. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου διείσδυσε στην αρχιτεκτονική ξύλινων κατασκευών το τυπικό κινεζικό στιλ τεντζικουγιό, που επικεντρώνει στη σχέση ανάμεσα στις κολόνες και στις πολλαπλές δομικές προεξοχές που συγκρατούν τις δοκούς των γεισωμάτων. Αυτό το στιλ, που στην Κ. ονομάζεται τσουσιμπ’ό, χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος των οικοδομημάτων, στα οποία συγκαταλέγεται πληθώρα πέτρινων, πολυώροφων παγόδων· ο πιο φημισμένος ναός είναι το μοναστήρι του Πουσόκ-σα. Αναφορικά με τη γλυπτική, κατά την πρώτη περίοδο του στιλ Kοργιό παρατηρείται σκλήρυνση στην έκφραση και υπερβολική επιμήκυνση των ματιών. Στη συνέχεια κυριαρχεί η μίμηση της τεχνοτροπίας γιουάν και μινγκ (πρώτης περιόδου), όπως παρατηρούνται στα πολυάριθμα ξύλινα ή λακαρισμένα αγάλματα του Kάνον. Όμως ανάμεσα στα αγάλματα ξεχωρίζει ένα από τα πιο ευγενή, ο ξύλινος Aμιτάμπα της αίθουσας της αιώνιας ζωής του Πουσόκ-σα. Στην άλλη αίθουσα του ίδιου ναού υπάρχει το αρχαιότερο δείγμα τοιχογραφιών σε ναό, με τον Βοδισάτβα και τους ουράνιους βασιλείς.
Η άνθηση των πορσελάνων γιε του κινεζικού Tσεκιάνγκ (τέλη 11ου – αρχές 12ου αι.) εμπνέει την τέχνη των τσελαντόν με υπέροχα εφυαλωμένα δείγματα, τα οποία είναι εγχάρακτα κάτω από το βερνίκι ή ακόμα ψηφιδοθετημένα με μια ιδιαίτερη τεχνική.
Η τέχνη του βασιλείου Γι. Όταν με την ανάδειξη της δυναστείας Γι (1392-1910) ορίστηκε πρωτεύουσα η Σεούλ, άρχισε να μειώνεται βαθμιαία η αρχική σημασία της κορεατικής τέχνης. Σε αυτό συνετέλεσαν η εξασθένηση των άμεσων επαφών με τον κινεζικό πολιτισμό, η αυξανόμενη επιρροή της ιαπωνικής και της μογγολικής τέχνης και κυρίως η υιοθέτηση του κομφουκιανισμού ως επίσημης φιλοσοφίας και οι μαζικοί διωγμοί των οπαδών του βουδισμού. Στον χώρο της ζωγραφικής, από την οποία δεν λείπουν οι τοιχογραφίες, την πιο σημαντική έκφραση αποτελούν οι προσωπογραφίες, που φιλοτεχνούνταν κατόπιν παραγγελίας των ανώτερων κρατικών λειτουργών.
Ιδιαίτερη άνθηση γνώρισε και η κινεζική θεματική, δηλαδή τα τοπία, τα ψάρια, τα ζώα, καθώς και τα τέσσερα κυρίαρχα στοιχεία της κινεζικής ζωγραφικής (το μπαμπού, το χρυσάνθεμο, η ορχιδέα και το άνθος του βάτου)· αξιοσημείωτο είναι ότι στην Κ., όπως και στην Κίνα, η ζωγραφική, η καλλιγραφία και η ποίηση ήταν τέχνες αδιαίρετες. Ανάμεσα στους τοπιογράφους και στους ζωγράφους λουλουδιών, ξεχώρισαν τον 15ο αι. ο Kανγκ Xουί-αν και ο Aν-κιόν, ενώ τον 16ο διακρίθηκε η φημισμένη ζωγράφος και ποιήτρια Σιν Σαϊμντάνγκ, καθώς και οι δύο Γι Tσονγκ. Ο πιο πρωτοποριακός καλλιτεχνικά και επιδέξιος προσωπογράφος του 17ου αι. ήταν ο Kιμ Mιόνγκ-γκουκ, ο οποίος ήταν ικανός να εκτελέσει ένα έργο με ελάχιστες πινελιές και, ενίοτε, χρησιμοποιώντας μόνο μελάνι· ο ίδιος ζωγράφιζε επίσης σκηνές και τοπία. Τον 18ο αι. ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν τα τοπία του Tσονγκ Σον, και κυρίως το φημισμένο έργο του ίδιου Βουνά του διαμαντιού. Κατά τα τέλη του 18ου αι. αναδείχθηκε ο Kιμ Xονγκ-ντο, ο οποίος όμως άντλησε, αναφορικά με τα τοπία, μεγάλο μέρος της θεματολογίας του από τα πρότυπα της τεχνοτροπίας μινγκ.Πρωτοϊστορία. Ο πρώτος νεολιθικός κορεατικός πολιτισμός, που αναπτύχθηκε κατά μήκος των ακτών από σιβηρικούς πληθυσμούς κατά την 3η χιλιετία π.Χ., χαρακτηρίζεται από την κτενοειδή κεραμική, τυπική των ψαράδικων λαών της Βαλτικής και της Σιβηρίας.
Οι τελευταίοι υποτάχθηκαν κατά την 1η χιλιετία π.Χ. από έναν αγροτικό λαό, που προερχόταν από τη Μαντζουρία και εγκαταστάθηκε στο εσωτερικό της Κ.· αυτός ο λαός μεταφύτευσε την ερυθρομέλανη ακόσμητη κεραμική του, καθώς και μια κεραμική περισσότερο εκλεπτυσμένη, με ερυθρή λεία επιφάνεια (επηρεασμένη από τη νεολιθική κινεζική τέχνη). Επίσης κατασκεύαζε πέτρινους πελέκεις σε σχήμα ημισελήνου, παρόμοιους με τον κινεζικό τύπο Γιανγκ-σάο και Λουνγκ Σαν. Μία νέα φυλετική ενότητα, προερχόμενη από τη βόρεια Κίνα, εισήγαγε εκείνη την εποχή τη χρήση του χαλκού, ενώ μία άλλη ομάδα από τη νοτιοδυτική Μαντζουρία (μεταξύ 4ου και 3ου αι. π.Χ.) εισήγαγε τον σίδηρο και εγκαθίδρυσε το πρώτο μικρό βασίλειο (193 π.Χ.), με πρωτεύουσα τη σημερινή Πιονγκγιάνγκ. Οι Χαν, αφού κατέκτησαν μία περιοχή του Βορρά, ίδρυσαν την επαρχία του Λο-Λανγκ που αποτέλεσε την πρώτη εστία κινεζικού πολιτισμού στην Κ.
Δείγματα αυτής της τέχνης –λακαρισμένες κούπες για κρασί, χρυσά λεπτοδουλεμένα κοσμήματα καθώς και ένα φημισμένο λακαρισμένο δοχείο με ζωγραφικές αναπαραστάσεις από μικρές φιγούρες, που μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα ωραιότερα πρωτοκινεζικά αντικείμενα αυτού του είδους– βρέθηκαν στους τάφους Λο-Λανγκ, στα περίχωρα της Πιονγκγιάνγκ. Η Λο-Λανγκ και η νέα επαρχία Tάι-φανγκ, που είχε δημιουργηθεί νοτιότερα κατά τον 3ο αι. και απέβλεπε στην αντιμετώπιση της κορεατικής πίεσης, αντιστάθηκαν έως το 313 μ.Χ., όταν η Βόρεια Κ. κατακτήθηκε από το βασίλειο Kογκουργιό, οπότε οι κινεζικές αποικίες εκμηδενίστηκαν και εγκαινιάστηκε με την περίοδο των Τριών Βασιλείων η πρώτη φάση της κατεξοχήν κορεατικής τέχνης, που συνδεόταν άρρηκτα με τον βουδισμό, ο οποίος είχε εισαχθεί στη χώρα από την Κίνα το 372.
Η τέχνη των Τριών Βασιλείων. Η ακμή του βόρειου βασιλείου Kογκουργιό συνδέεται με τη δημιουργία των νέων πρωτευουσών Tσιαν-Xσιέν (σημερινή Tσι-άν) και Πιονγκγιάνγκ (από το 472 έως την πτώση του βασιλείου το 668), όπου οι Kογκουργιό εγκαταστάθηκαν οριστικά έναν αιώνα μετά την κατάκτηση της Λο-Λανγκ. Οι μεγάλοι πέτρινοι τάφοι σε σχήμα κλιμακωτής πυραμίδας του T’ουνγκ-κου (τάφος του στρατηγού, 5ος αι.) αποτελούν τα αρχαιότερα μνημεία αυτού του πολιτισμού. Οι τυμβοειδείς τάφοι, αντίθετα, που περιλαμβάνουν στο εσωτερικό τους ένα επενδεδυμένο με πέτρα και φιλοτεχνημένο με παραστάσεις δωμάτιο, ανάγονται χρονικά στην ιστορική περίοδο της άνθησης της Πιονγκγιάνγκ, κατά τη διάρκεια της οποίας είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος ο συγκεκριμένος ταφικός τύπος (τάφος με τις δύο κολόνες, τάφος του Oυχιόνι)· παρόμοια μνημεία υπάρχουν και στο T’ουνγκ-κου (τάφος των χορευτών κ.ά.). Οι τοιχογραφίες με σκηνές κυνηγιού, σκηνές από την καθημερινή ζωή, καθώς και τα κινεζικά σύμβολα των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα, αποτελούν την πιο χαρακτηριστική άποψη της τέχνης κογκουργιό· επίσης υπάρχει πληθώρα οδοντωτών προεξοχών στους τοίχους διακοσμημένων σύμφωνα με την τεχνοτροπία Χαν και με την αντίστοιχη των Έξι Δυναστειών (κύλινδρος του Kου K’άι-τσι). Αν η καλλιτεχνική δημιουργικότητα του Kογκουργιό εκπροσωπείται κυρίως από τα ζωγραφικά κατάλοιπα που διασώθηκαν, η δημιουργικότητα, αντίθετα, του βασιλείου Παεκτσέ (τυπικά ιδρύθηκε το 18 π.Χ., όμως διαμορφώθηκε ουσιαστικά περίπου το 300) εκπροσωπείται κυρίως από ναούς, εκ των οποίων διατηρήθηκαν μερικές παγόδες, αλλά και από τη γλυπτική.
Όμως, η πιο υψηλή έκφραση της τέχνης του Παεκτσέ είναι οι γλυπτικές βουδιστικές αναπαραστάσεις, οι οποίες διακρίνονται από τα στρογγυλά και χαμογελαστά πρόσωπα· αυτά διαφέρουν από τα λεπτά πρόσωπα της τεχνοτροπίας ουέι, τα οποία συνδέονται με τους νέους τύπους της κινεζικής γλυπτικής του 6ου αι. Ανάμεσα σε αυτές τις γλυπτικές αναπαραστάσεις συγκαταλέγονται το ανάγλυφο σε βράχο που παριστάνει τη βουδιστική τριάδα και βρίσκεται στη Σεοσάν, ένας μικρός Bοδισάτβα από επιχρυσωμένο μπρούντζο που βρέθηκε στο Mπουγέο και ο καθιστός Σακιαμούνι από στεατίτη (τα δύο τελευταία βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Σεούλ). Όμως τα πιο φημισμένα γλυπτά του βασιλείου Παεκτσέ βρίσκονται έξω από την Κ., στην Ιαπωνία, όπου η μυστηριακή γοητεία και το χαμόγελο Παεκτσέ χαρακτηρίζουν τα ξύλινα αγάλματα του Kουντάρα Kάνον στον ναό του Xοργιού στη Nάρα και του Γκούτζε Kάνον στη Γιουμεντόνο.
Στο νοτιοανατολικό βασίλειο Σίλα, τελευταίο από τα Τρία Βασίλεια (η επίσημη ίδρυσή του χρονολογείται το 57 π.Χ. αλλά ουσιαστικά συγκροτήθηκε περίπου το 300), που επρόκειτο να ενώσει την Κ. το 668, υπάρχει μεγάλος αριθμός τυμβοειδών τάφων ενός ειδικού τύπου. Ο τύμβος κατασκευαζόταν από ποταμίσια χαλίκια καλυμμένα από χώμα και περιλάμβανε ένα ξύλινο δωμάτιο με τη μορφή σαρκοφάγου, το οποίο περιείχε μία μικρότερη σαρκοφάγο, επίσης ξύλινη. Η ύπαρξη πέτρινων οικοδομημάτων επαληθεύεται με το επονομαζόμενο Παρατηρητήριο των Άστρων (Tσ’ομσόνγκ-ντάε), κοντά στην Γκιονγκτζού, που ανάγεται χρονικά στον 7ο αι. και έχει σχήμα κυλίνδρου, η διάμετρος του οποίου μειώνεται προοδευτικά προς την κορυφή (οι 365 πέτρες που το αποτελούν –όσες οι ημέρες του χρόνου– μαρτυρούν θρησκευτική ευλάβεια, αλλά και σχετική γνώση της αστρονομίας). Επίσης επαληθεύεται και από την παγόδα του Πουνχουανγκσά της Γκιονγκτζού, η οποία αρχικά αριθμούσε εννέα ορόφους (σήμερα παραμένουν τρεις), και η τεχνοτροπία της κατεργασίας της πέτρας μαρτυρεί μίμηση των πλίθινων κινεζικών παγόδων, ενώ τα γλυπτά της την επίδραση της κινεζικής τεχνοτροπίας των Έξι Δυναστειών. Στη γλυπτική σίλα διακρίνεται ένα αυστηρά εθνικό στιλ, που χαρακτηρίζεται από μυστικισμό και από διάχυτο φορμαλιστικό νατουραλισμό. Η τελευταία διαδόθηκε αργότερα σε σχέση με τα άλλα δύο βασίλεια (ο βουδισμός διείσδυσε τον 5ο αι. και έγινε επίσημη θρησκεία το 528). Το αρχαίο Σίλα απέδωσε στις γλυπτικές αναπαραστάσεις του Βούδα και του Mαϊτρέγια –σε στάση βαθιάς περισυλλογής, η οποία επικρατούσε στην Κ. ανάμεσα στα τέλη του 6ου και τις αρχές του 7ου αι.– αυστηρή σχηματοποίηση των κάθετων πτυχών και ολοκληρωτική αφαίρεση του κορμού. Τα πιο σημαντικά παραδείγματα αυτής της τέχνης αποτελούν ο ακέφαλος Mαϊτρέγια από γρανίτη (Εθνικό Μουσείο, Σεούλ), ο λεπτόμορφος μπρούντζινος Mαϊτρέγια (ανάκτορο Tόκσου, Σεούλ), καθώς και ο Mαϊτρέγια από επιχρυσωμένο μπρούντζο (ανάκτορο Tόκσου, Σεούλ), που έχει τρυπημένα αφτιά, σύμφωνα με το ρεύμα της εποχής Σίλα που επέβαλε τα βαριά χρυσά σκουλαρίκια.
Χαρακτηριστικά έργα της τέχνης των Τριών Βασιλείων είναι και οι φημισμένες χρυσές κορόνες (η πιο γνωστή είναι εκείνη που ανακαλύφθηκε το 1921 σε τάφο στην Γκιονγκτζού), διακοσμημένες με χρυσές ταινίες και ενώτια με πολύτιμους λίθους.
Η ακμή του βασιλείου Σίλα. Η ταυτόχρονη πίεση από τους Κινέζους T’ανγκ και από τους Σίλα του Νότου οδήγησε στην καταστροφή των παλαιών βασιλείων και στην ενοποίηση της Κ. υπό τη δυναστεία Σίλα (Μεγάλο Σίλα, 668-918). Ο καλλιτεχνικός εθνικισμός του αρχαίου Σίλα, που ήταν απομονωμένο στο νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου, παραχώρησε τη θέση του σε μια βαθιά ευλάβεια για τον κινεζικό πολιτισμό T’ανγκ, από τον οποίο επηρεάστηκαν ιδιαίτερα η πολιτική, η γραπτή γλώσσα, η κουλτούρα και η τέχνη.
Από τις εκατοντάδες των ναών σώζονται, εκτός από τις πέτρινες παγόδες, ο ναός του Πουλγκούκ-σα στα Δ της Γκιονγκτζού και ο ναός του Σουκουλάμ, οι οποίοι χρονολογούνται στο β’ μισό του 8ου αι. Η γλυπτική του Μεγάλου Σίλα είναι ρωμαλέα, αρμονική, απέριττη και συγγενής με το αντίστοιχο κινεζικό στιλ T’ανγκ. Ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί και στα γλυπτά από γρανίτη· ανάμεσα στα πιο μεγαλοπρεπή δείγματα του είδους συγκαταλέγεται ο κολοσσιαίος Βούδας της ροτόντας του ιερού του Σουκουλάμ, που είναι καθισμένος σε στάση διαλογισμού με τη γη, καθώς και οι ανάγλυφες βουδιστικές φιγούρες τρομερών φρουρών που διακοσμούν τον προθάλαμο, την είσοδο και τη ροτόντα. Όμως και η γλυπτική σε μπρούντζο εκπροσωπείται από δύο τεράστιους επιχρυσωμένους Βούδες οι οποίοι βρίσκονται στον ναό του Πουλγκούκ-σα και διαπνέονται από έναν κλασικό ρεαλισμό που παρατηρείται επίσης και στα μπρούντζινα ειδώλια τρομερών φρουρών που βρέθηκαν στην παγόδα του ναού Kαμούν-σα (7ος αι.) και αποτελούν τμήμα ενός μπρούντζινου κιβωτιδίου που περιέχει ένα βουδιστικό φυλαχτό.
Η τέχνη του βασιλείου Kοργιό. Το βασίλειο Kοργιό (918-1392), που προήλθε από την παρακμή του Μεγάλου Σίλα και αναστατώθηκε επανειλημμένα από τις εξεγέρσεις των ευγενών, είχε πρωτεύουσα το Σονγκντό (σημερινή Γκαεσόνγκ), που βρίσκεται στην κεντροδυτική Κ. και διακρίνεται από μια σημαντική αρχιτεκτονική και κεραμική δραστηριότητα, αλλά και από παρακμή της γλυπτικής. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου διείσδυσε στην αρχιτεκτονική ξύλινων κατασκευών το τυπικό κινεζικό στιλ τεντζικουγιό, που επικεντρώνει στη σχέση ανάμεσα στις κολόνες και στις πολλαπλές δομικές προεξοχές που συγκρατούν τις δοκούς των γεισωμάτων. Αυτό το στιλ, που στην Κ. ονομάζεται τσουσιμπ’ό, χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος των οικοδομημάτων, στα οποία συγκαταλέγεται πληθώρα πέτρινων, πολυώροφων παγόδων· ο πιο φημισμένος ναός είναι το μοναστήρι του Πουσόκ-σα. Αναφορικά με τη γλυπτική, κατά την πρώτη περίοδο του στιλ Kοργιό παρατηρείται σκλήρυνση στην έκφραση και υπερβολική επιμήκυνση των ματιών. Στη συνέχεια κυριαρχεί η μίμηση της τεχνοτροπίας γιουάν και μινγκ (πρώτης περιόδου), όπως παρατηρούνται στα πολυάριθμα ξύλινα ή λακαρισμένα αγάλματα του Kάνον. Όμως ανάμεσα στα αγάλματα ξεχωρίζει ένα από τα πιο ευγενή, ο ξύλινος Aμιτάμπα της αίθουσας της αιώνιας ζωής του Πουσόκ-σα. Στην άλλη αίθουσα του ίδιου ναού υπάρχει το αρχαιότερο δείγμα τοιχογραφιών σε ναό, με τον Βοδισάτβα και τους ουράνιους βασιλείς.
Η άνθηση των πορσελάνων γιε του κινεζικού Tσεκιάνγκ (τέλη 11ου – αρχές 12ου αι.) εμπνέει την τέχνη των τσελαντόν με υπέροχα εφυαλωμένα δείγματα, τα οποία είναι εγχάρακτα κάτω από το βερνίκι ή ακόμα ψηφιδοθετημένα με μια ιδιαίτερη τεχνική.
Η τέχνη του βασιλείου Γι. Όταν με την ανάδειξη της δυναστείας Γι (1392-1910) ορίστηκε πρωτεύουσα η Σεούλ, άρχισε να μειώνεται βαθμιαία η αρχική σημασία της κορεατικής τέχνης. Σε αυτό συνετέλεσαν η εξασθένηση των άμεσων επαφών με τον κινεζικό πολιτισμό, η αυξανόμενη επιρροή της ιαπωνικής και της μογγολικής τέχνης και κυρίως η υιοθέτηση του κομφουκιανισμού ως επίσημης φιλοσοφίας και οι μαζικοί διωγμοί των οπαδών του βουδισμού. Στον χώρο της ζωγραφικής, από την οποία δεν λείπουν οι τοιχογραφίες, την πιο σημαντική έκφραση αποτελούν οι προσωπογραφίες, που φιλοτεχνούνταν κατόπιν παραγγελίας των ανώτερων κρατικών λειτουργών.
Ιδιαίτερη άνθηση γνώρισε και η κινεζική θεματική, δηλαδή τα τοπία, τα ψάρια, τα ζώα, καθώς και τα τέσσερα κυρίαρχα στοιχεία της κινεζικής ζωγραφικής (το μπαμπού, το χρυσάνθεμο, η ορχιδέα και το άνθος του βάτου)· αξιοσημείωτο είναι ότι στην Κ., όπως και στην Κίνα, η ζωγραφική, η καλλιγραφία και η ποίηση ήταν τέχνες αδιαίρετες. Ανάμεσα στους τοπιογράφους και στους ζωγράφους λουλουδιών, ξεχώρισαν τον 15ο αι. ο Kανγκ Xουί-αν και ο Aν-κιόν, ενώ τον 16ο διακρίθηκε η φημισμένη ζωγράφος και ποιήτρια Σιν Σαϊμντάνγκ, καθώς και οι δύο Γι Tσονγκ. Ο πιο πρωτοποριακός καλλιτεχνικά και επιδέξιος προσωπογράφος του 17ου αι. ήταν ο Kιμ Mιόνγκ-γκουκ, ο οποίος ήταν ικανός να εκτελέσει ένα έργο με ελάχιστες πινελιές και, ενίοτε, χρησιμοποιώντας μόνο μελάνι· ο ίδιος ζωγράφιζε επίσης σκηνές και τοπία. Τον 18ο αι. ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν τα τοπία του Tσονγκ Σον, και κυρίως το φημισμένο έργο του ίδιου Βουνά του διαμαντιού. Κατά τα τέλη του 18ου αι. αναδείχθηκε ο Kιμ Xονγκ-ντο, ο οποίος όμως άντλησε, αναφορικά με τα τοπία, μεγάλο μέρος της θεματολογίας του από τα πρότυπα της τεχνοτροπίας μινγκ.Πρωτοϊστορία. Ο πρώτος νεολιθικός κορεατικός πολιτισμός, που αναπτύχθηκε κατά μήκος των ακτών από σιβηρικούς πληθυσμούς κατά την 3η χιλιετία π.Χ., χαρακτηρίζεται από την κτενοειδή κεραμική, τυπική των ψαράδικων λαών της Βαλτικής και της Σιβηρίας.
Οι τελευταίοι υποτάχθηκαν κατά την 1η χιλιετία π.Χ. από έναν αγροτικό λαό, που προερχόταν από τη Μαντζουρία και εγκαταστάθηκε στο εσωτερικό της Κ.· αυτός ο λαός μεταφύτευσε την ερυθρομέλανη ακόσμητη κεραμική του, καθώς και μια κεραμική περισσότερο εκλεπτυσμένη, με ερυθρή λεία επιφάνεια (επηρεασμένη από τη νεολιθική κινεζική τέχνη). Επίσης κατασκεύαζε πέτρινους πελέκεις σε σχήμα ημισελήνου, παρόμοιους με τον κινεζικό τύπο Γιανγκ-σάο και Λουνγκ Σαν. Μία νέα φυλετική ενότητα, προερχόμενη από τη βόρεια Κίνα, εισήγαγε εκείνη την εποχή τη χρήση του χαλκού, ενώ μία άλλη ομάδα από τη νοτιοδυτική Μαντζουρία (μεταξύ 4ου και 3ου αι. π.Χ.) εισήγαγε τον σίδηρο και εγκαθίδρυσε το πρώτο μικρό βασίλειο (193 π.Χ.), με πρωτεύουσα τη σημερινή Πιονγκγιάνγκ. Οι Χαν, αφού κατέκτησαν μία περιοχή του Βορρά, ίδρυσαν την επαρχία του Λο-Λανγκ που αποτέλεσε την πρώτη εστία κινεζικού πολιτισμού στην Κ.
Δείγματα αυτής της τέχνης –λακαρισμένες κούπες για κρασί, χρυσά λεπτοδουλεμένα κοσμήματα καθώς και ένα φημισμένο λακαρισμένο δοχείο με ζωγραφικές αναπαραστάσεις από μικρές φιγούρες, που μπορεί να θεωρηθεί ένα από τα ωραιότερα πρωτοκινεζικά αντικείμενα αυτού του είδους– βρέθηκαν στους τάφους Λο-Λανγκ, στα περίχωρα της Πιονγκγιάνγκ. Η Λο-Λανγκ και η νέα επαρχία Tάι-φανγκ, που είχε δημιουργηθεί νοτιότερα κατά τον 3ο αι. και απέβλεπε στην αντιμετώπιση της κορεατικής πίεσης, αντιστάθηκαν έως το 313 μ.Χ., όταν η Βόρεια Κ. κατακτήθηκε από το βασίλειο Kογκουργιό, οπότε οι κινεζικές αποικίες εκμηδενίστηκαν και εγκαινιάστηκε με την περίοδο των Τριών Βασιλείων η πρώτη φάση της κατεξοχήν κορεατικής τέχνης, που συνδεόταν άρρηκτα με τον βουδισμό, ο οποίος είχε εισαχθεί στη χώρα από την Κίνα το 372.
Η τέχνη των Τριών Βασιλείων. Η ακμή του βόρειου βασιλείου Kογκουργιό συνδέεται με τη δημιουργία των νέων πρωτευουσών Tσιαν-Xσιέν (σημερινή Tσι-άν) και Πιονγκγιάνγκ (από το 472 έως την πτώση του βασιλείου το 668), όπου οι Kογκουργιό εγκαταστάθηκαν οριστικά έναν αιώνα μετά την κατάκτηση της Λο-Λανγκ. Οι μεγάλοι πέτρινοι τάφοι σε σχήμα κλιμακωτής πυραμίδας του T’ουνγκ-κου (τάφος του στρατηγού, 5ος αι.) αποτελούν τα αρχαιότερα μνημεία αυτού του πολιτισμού. Οι τυμβοειδείς τάφοι, αντίθετα, που περιλαμβάνουν στο εσωτερικό τους ένα επενδεδυμένο με πέτρα και φιλοτεχνημένο με παραστάσεις δωμάτιο, ανάγονται χρονικά στην ιστορική περίοδο της άνθησης της Πιονγκγιάνγκ, κατά τη διάρκεια της οποίας είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος ο συγκεκριμένος ταφικός τύπος (τάφος με τις δύο κολόνες, τάφος του Oυχιόνι)· παρόμοια μνημεία υπάρχουν και στο T’ουνγκ-κου (τάφος των χορευτών κ.ά.). Οι τοιχογραφίες με σκηνές κυνηγιού, σκηνές από την καθημερινή ζωή, καθώς και τα κινεζικά σύμβολα των τεσσάρων σημείων του ορίζοντα, αποτελούν την πιο χαρακτηριστική άποψη της τέχνης κογκουργιό· επίσης υπάρχει πληθώρα οδοντωτών προεξοχών στους τοίχους διακοσμημένων σύμφωνα με την τεχνοτροπία Χαν και με την αντίστοιχη των Έξι Δυναστειών (κύλινδρος του Kου K’άι-τσι). Αν η καλλιτεχνική δημιουργικότητα του Kογκουργιό εκπροσωπείται κυρίως από τα ζωγραφικά κατάλοιπα που διασώθηκαν, η δημιουργικότητα, αντίθετα, του βασιλείου Παεκτσέ (τυπικά ιδρύθηκε το 18 π.Χ., όμως διαμορφώθηκε ουσιαστικά περίπου το 300) εκπροσωπείται κυρίως από ναούς, εκ των οποίων διατηρήθηκαν μερικές παγόδες, αλλά και από τη γλυπτική.
Όμως, η πιο υψηλή έκφραση της τέχνης του Παεκτσέ είναι οι γλυπτικές βουδιστικές αναπαραστάσεις, οι οποίες διακρίνονται από τα στρογγυλά και χαμογελαστά πρόσωπα· αυτά διαφέρουν από τα λεπτά πρόσωπα της τεχνοτροπίας ουέι, τα οποία συνδέονται με τους νέους τύπους της κινεζικής γλυπτικής του 6ου αι. Ανάμεσα σε αυτές τις γλυπτικές αναπαραστάσεις συγκαταλέγονται το ανάγλυφο σε βράχο που παριστάνει τη βουδιστική τριάδα και βρίσκεται στη Σεοσάν, ένας μικρός Bοδισάτβα από επιχρυσωμένο μπρούντζο που βρέθηκε στο Mπουγέο και ο καθιστός Σακιαμούνι από στεατίτη (τα δύο τελευταία βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Σεούλ). Όμως τα πιο φημισμένα γλυπτά του βασιλείου Παεκτσέ βρίσκονται έξω από την Κ., στην Ιαπωνία, όπου η μυστηριακή γοητεία και το χαμόγελο Παεκτσέ χαρακτηρίζουν τα ξύλινα αγάλματα του Kουντάρα Kάνον στον ναό του Xοργιού στη Nάρα και του Γκούτζε Kάνον στη Γιουμεντόνο.
Στο νοτιοανατολικό βασίλειο Σίλα, τελευταίο από τα Τρία Βασίλεια (η επίσημη ίδρυσή του χρονολογείται το 57 π.Χ. αλλά ουσιαστικά συγκροτήθηκε περίπου το 300), που επρόκειτο να ενώσει την Κ. το 668, υπάρχει μεγάλος αριθμός τυμβοειδών τάφων ενός ειδικού τύπου. Ο τύμβος κατασκευαζόταν από ποταμίσια χαλίκια καλυμμένα από χώμα και περιλάμβανε ένα ξύλινο δωμάτιο με τη μορφή σαρκοφάγου, το οποίο περιείχε μία μικρότερη σαρκοφάγο, επίσης ξύλινη. Η ύπαρξη πέτρινων οικοδομημάτων επαληθεύεται με το επονομαζόμενο Παρατηρητήριο των Άστρων (Tσ’ομσόνγκ-ντάε), κοντά στην Γκιονγκτζού, που ανάγεται χρονικά στον 7ο αι. και έχει σχήμα κυλίνδρου, η διάμετρος του οποίου μειώνεται προοδευτικά προς την κορυφή (οι 365 πέτρες που το αποτελούν –όσες οι ημέρες του χρόνου– μαρτυρούν θρησκευτική ευλάβεια, αλλά και σχετική γνώση της αστρονομίας). Επίσης επαληθεύεται και από την παγόδα του Πουνχουανγκσά της Γκιονγκτζού, η οποία αρχικά αριθμούσε εννέα ορόφους (σήμερα παραμένουν τρεις), και η τεχνοτροπία της κατεργασίας της πέτρας μαρτυρεί μίμηση των πλίθινων κινεζικών παγόδων, ενώ τα γλυπτά της την επίδραση της κινεζικής τεχνοτροπίας των Έξι Δυναστειών. Στη γλυπτική σίλα διακρίνεται ένα αυστηρά εθνικό στιλ, που χαρακτηρίζεται από μυστικισμό και από διάχυτο φορμαλιστικό νατουραλισμό. Η τελευταία διαδόθηκε αργότερα σε σχέση με τα άλλα δύο βασίλεια (ο βουδισμός διείσδυσε τον 5ο αι. και έγινε επίσημη θρησκεία το 528). Το αρχαίο Σίλα απέδωσε στις γλυπτικές αναπαραστάσεις του Βούδα και του Mαϊτρέγια –σε στάση βαθιάς περισυλλογής, η οποία επικρατούσε στην Κ. ανάμεσα στα τέλη του 6ου και τις αρχές του 7ου αι.– αυστηρή σχηματοποίηση των κάθετων πτυχών και ολοκληρωτική αφαίρεση του κορμού. Τα πιο σημαντικά παραδείγματα αυτής της τέχνης αποτελούν ο ακέφαλος Mαϊτρέγια από γρανίτη (Εθνικό Μουσείο, Σεούλ), ο λεπτόμορφος μπρούντζινος Mαϊτρέγια (ανάκτορο Tόκσου, Σεούλ), καθώς και ο Mαϊτρέγια από επιχρυσωμένο μπρούντζο (ανάκτορο Tόκσου, Σεούλ), που έχει τρυπημένα αφτιά, σύμφωνα με το ρεύμα της εποχής Σίλα που επέβαλε τα βαριά χρυσά σκουλαρίκια.
Χαρακτηριστικά έργα της τέχνης των Τριών Βασιλείων είναι και οι φημισμένες χρυσές κορόνες (η πιο γνωστή είναι εκείνη που ανακαλύφθηκε το 1921 σε τάφο στην Γκιονγκτζού), διακοσμημένες με χρυσές ταινίες και ενώτια με πολύτιμους λίθους.
Η ακμή του βασιλείου Σίλα. Η ταυτόχρονη πίεση από τους Κινέζους T’ανγκ και από τους Σίλα του Νότου οδήγησε στην καταστροφή των παλαιών βασιλείων και στην ενοποίηση της Κ. υπό τη δυναστεία Σίλα (Μεγάλο Σίλα, 668-918). Ο καλλιτεχνικός εθνικισμός του αρχαίου Σίλα, που ήταν απομονωμένο στο νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου, παραχώρησε τη θέση του σε μια βαθιά ευλάβεια για τον κινεζικό πολιτισμό T’ανγκ, από τον οποίο επηρεάστηκαν ιδιαίτερα η πολιτική, η γραπτή γλώσσα, η κουλτούρα και η τέχνη.
Από τις εκατοντάδες των ναών σώζονται, εκτός από τις πέτρινες παγόδες, ο ναός του Πουλγκούκ-σα στα Δ της Γκιονγκτζού και ο ναός του Σουκουλάμ, οι οποίοι χρονολογούνται στο β’ μισό του 8ου αι. Η γλυπτική του Μεγάλου Σίλα είναι ρωμαλέα, αρμονική, απέριττη και συγγενής με το αντίστοιχο κινεζικό στιλ T’ανγκ. Ιδιαίτερη σημασία έχει δοθεί και στα γλυπτά από γρανίτη· ανάμεσα στα πιο μεγαλοπρεπή δείγματα του είδους συγκαταλέγεται ο κολοσσιαίος Βούδας της ροτόντας του ιερού του Σουκουλάμ, που είναι καθισμένος σε στάση διαλογισμού με τη γη, καθώς και οι ανάγλυφες βουδιστικές φιγούρες τρομερών φρουρών που διακοσμούν τον προθάλαμο, την είσοδο και τη ροτόντα. Όμως και η γλυπτική σε μπρούντζο εκπροσωπείται από δύο τεράστιους επιχρυσωμένους Βούδες οι οποίοι βρίσκονται στον ναό του Πουλγκούκ-σα και διαπνέονται από έναν κλασικό ρεαλισμό που παρατηρείται επίσης και στα μπρούντζινα ειδώλια τρομερών φρουρών που βρέθηκαν στην παγόδα του ναού Kαμούν-σα (7ος αι.) και αποτελούν τμήμα ενός μπρούντζινου κιβωτιδίου που περιέχει ένα βουδιστικό φυλαχτό.
Η τέχνη του βασιλείου Kοργιό. Το βασίλειο Kοργιό (918-1392), που προήλθε από την παρακμή του Μεγάλου Σίλα και αναστατώθηκε επανειλημμένα από τις εξεγέρσεις των ευγενών, είχε πρωτεύουσα το Σονγκντό (σημερινή Γκαεσόνγκ), που βρίσκεται στην κεντροδυτική Κ. και διακρίνεται από μια σημαντική αρχιτεκτονική και κεραμική δραστηριότητα, αλλά και από παρακμή της γλυπτικής. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου διείσδυσε στην αρχιτεκτονική ξύλινων κατασκευών το τυπικό κινεζικό στιλ τεντζικουγιό, που επικεντρώνει στη σχέση ανάμεσα στις κολόνες και στις πολλαπλές δομικές προεξοχές που συγκρατούν τις δοκούς των γεισωμάτων. Αυτό το στιλ, που στην Κ. ονομάζεται τσουσιμπ’ό, χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος των οικοδομημάτων, στα οποία συγκαταλέγεται πληθώρα πέτρινων, πολυώροφων παγόδων· ο πιο φημισμένος ναός είναι το μοναστήρι του Πουσόκ-σα. Αναφορικά με τη γλυπτική, κατά την πρώτη περίοδο του στιλ Kοργιό παρατηρείται σκλήρυνση στην έκφραση και υπερβολική επιμήκυνση των ματιών. Στη συνέχεια κυριαρχεί η μίμηση της τεχνοτροπίας γιουάν και μινγκ (πρώτης περιόδου), όπως παρατηρούνται στα πολυάριθμα ξύλινα ή λακαρισμένα αγάλματα του Kάνον. Όμως ανάμεσα στα αγάλματα ξεχωρίζει ένα από τα πιο ευγενή, ο ξύλινος Aμιτάμπα της αίθουσας της αιώνιας ζωής του Πουσόκ-σα. Στην άλλη αίθουσα του ίδιου ναού υπάρχει το αρχαιότερο δείγμα τοιχογραφιών σε ναό, με τον Βοδισάτβα και τους ουράνιους βασιλείς.
Η άνθηση των πορσελάνων γιε του κινεζικού Tσεκιάνγκ (τέλη 11ου – αρχές 12ου αι.) εμπνέει την τέχνη των τσελαντόν με υπέροχα εφυαλωμένα δείγματα, τα οποία είναι εγχάρακτα κάτω από το βερνίκι ή ακόμα ψηφιδοθετημένα με μια ιδιαίτερη τεχνική.
Η τέχνη του βασιλείου Γι. Όταν με την ανάδειξη της δυναστείας Γι (1392-1910) ορίστηκε πρωτεύουσα η Σεούλ, άρχισε να μειώνεται βαθμιαία η αρχική σημασία της κορεατικής τέχνης. Σε αυτό συνετέλεσαν η εξασθένηση των άμεσων επαφών με τον κινεζικό πολιτισμό, η αυξανόμενη επιρροή της ιαπωνικής και της μογγολικής τέχνης και κυρίως η υιοθέτηση του κομφουκιανισμού ως επίσημης φιλοσοφίας και οι μαζικοί διωγμοί των οπαδών του βουδισμού. Στον χώρο της ζωγραφικής, από την οποία δεν λείπουν οι τοιχογραφίες, την πιο σημαντική έκφραση αποτελούν οι προσωπογραφίες, που φιλοτεχνούνταν κατόπιν παραγγελίας των ανώτερων κρατικών λειτουργών.
Ιδιαίτερη άνθηση γνώρισε και η κινεζική θεματική, δηλαδή τα τοπία, τα ψάρια, τα ζώα, καθώς και τα τέσσερα κυρίαρχα στοιχεία της κινεζικής ζωγραφικής (το μπαμπού, το χρυσάνθεμο, η ορχιδέα και το άνθος του βάτου)· αξιοσημείωτο είναι ότι στην Κ., όπως και στην Κίνα, η ζωγραφική, η καλλιγραφία και η ποίηση ήταν τέχνες αδιαίρετες. Ανάμεσα στους τοπιογράφους και στους ζωγράφους λουλουδιών, ξεχώρισαν τον 15ο αι. ο Kανγκ Xουί-αν και ο Aν-κιόν, ενώ τον 16ο διακρίθηκε η φημισμένη ζωγράφος και ποιήτρια Σιν Σαϊμντάνγκ, καθώς και οι δύο Γι Tσονγκ. Ο πιο πρωτοποριακός καλλιτεχνικά και επιδέξιος προσωπογράφος του 17ου αι. ήταν ο Kιμ Mιόνγκ-γκουκ, ο οποίος ήταν ικανός να εκτελέσει ένα έργο με ελάχιστες πινελιές και, ενίοτε, χρησιμοποιώντας μόνο μελάνι· ο ίδιος ζωγράφιζε επίσης σκηνές και τοπία. Τον 18ο αι. ιδιαίτερη αίσθηση προκάλεσαν τα τοπία του Tσονγκ Σον, και κυρίως το φημισμένο έργο του ίδιου Βουνά του διαμαντιού. Κατά τα τέλη του 18ου αι. αναδείχθηκε ο Kιμ Xονγκ-ντο, ο οποίος όμως άντλησε, αναφορικά με τα τοπία, μεγάλο μέρος της θεματολογίας του από τα πρότυπα της τεχνοτροπίας μινγκ.Ο 20ός αι. Το επικρατέστερο αρχιτεκτονικό στιλ είναι το ταπ’ο, που προσφέρεται στις νέες διακοσμητικές τάσεις. Ανάμεσα στις διάφορες κατασκευές ξεχωρίζουν οι πύλες των πόλεων, από τις οποίες η πιο παλαιά είναι η βόρεια πύλη της Σεούλ (1936)· τα παλαιότερα κτίρια της Σεούλ χρονολογούνται στον 19ο αι.
Το ανάκτορο Kιονγκμπόκ, πολυτελές και μεγαλοπρεπές, αντιγράφει το σχήμα και τη φόρμα των αυτοκρατορικών ανακτόρων των Μινγκ, ενώ οι διακοσμήσεις του απέχουν αρκετά από τα παραδοσιακά πρότυπα.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας κατοχής της Κ. από τους Ιάπωνες (1910-45), πραγματοποιήθηκαν διάφορες αρχαιολογικές έρευνες. Ωστόσο, την ίδια εποχή υπέστησαν φθορές οι πύλες και τα τείχη της Σεούλ, τα οποία έως τις αρχές του 20ού αι. είχαν διατηρήσει τα αρχαία χαρακτηριστικά της κινεζικής πολεοδομίας.
Οι Ιάπωνες επισκεύασαν αρκετά μνημεία τεχνοτροπίας γι, από τα οποία όμως αφαιρέθηκαν τα πιο αξιόλογα ξύλινα γλυπτά που σήμερα κοσμούν τα μουσεία της Nάρα και του Τόκιο.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ανάμεσα στα δύο κράτη της κορεατικής χερσονήσου, υπέστη μεγάλες φθορές ο βουδιστικός ναός των βουνών του διαμαντιού και μόνο στις τελευταίες δεκαετίες περατώθηκε το σχέδιο περισυλλογής του εναπομείναντος υλικού για τον πλουτισμό των μουσείων της Σεούλ, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν ιδιαίτερα το Εθνικό Μουσείο και το Μουσείο του ανακτόρου Τόκσου.
Στο β’ μισό της δεκαετίας του 1950 μια φιλελεύθερη τάση προώθησε τη μοντέρνα τέχνη, επιβάλλοντας αρχικά το ρεύμα του υπερρεαλισμού και του αφηρημένου εξπρεσιονισμού· κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 επικράτησαν η ποπ-αρτ και η οπ-αρτ. Από τους ζωγράφους ιδιαίτερα αξιόλογοι είναι ο Pι Ία-Σουντ, ο Pι Σανγκ-Oυούκ, ο Kιμ Xιουνγκ-ντάε και ο Kιμ Tσα-σουπ, ενώ ανάμεσα στους γλύπτες ξεχωρίζει ο Kιμ Ποκ-τσιν, το καλύτερο έργο του οποίου είναι ο κολοσσιαίος Nονσάν Mαϊτρέγια Βούδας που βρίσκεται στη βόρεια Τσουνγκτσόνγκ.
Η αρχιτεκτονική, κατά τα τελευταία χρόνια, βρίσκεται σε αναζήτηση μιας αυτόνομης κατεύθυνσης, καθώς επιχειρούνται προσπάθειες συνδυασμού μοντέρνων τεχνικών με το ανάλαφρο και ευφάνταστο πνεύμα του παρελθόντος. Σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση βρίσκονται τα έργα των αρχιτεκτόνων Kιμ Σουγκούν και Kιμ Tσουνγκ-οπ.Από τις αρχές του 20ού αι., με ιαπωνική πρωτοβουλία, δημιουργήθηκαν κινηματογραφικές αίθουσες στη Σεούλ, στην Πιονγκγιάνγκ, στην Μπουσάν, αλλά και σε άλλες πόλεις της χερσονήσου. Η πρώτη κορεατική βωβή ταινία γυρίστηκε το 1923, ωστόσο τα στοιχεία από την πρώιμη ιστορία του κορεατικού κινηματογράφου είναι αποσπασματικά, καθώς η συντριπτική πλειονότητα εκείνων των ταινιών καταστράφηκε τη δεκαετία του ’50, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κ.
Από τα φιλμ που γυρίστηκαν κατά την περίοδο από την αμερικανική κατοχή έως το τέλος του πολέμου της Κ. διασώθηκαν μόνο πέντε, ανάμεσα στα οποία και το Ζήτω η ελευθερία! (Chayu Mense!, 1946) του Τσόι Αν-γκι, μία ωδή πατριωτισμού με έντονα αντι-ιαπωνικά μηνύματα.
Κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, καταστράφηκε μεγάλο μέρος του κινηματογραφικού εξοπλισμού και μετά την υπογραφή της εκεχειρίας (1953), ο πρόεδρος της Νότιας Κ. Ρι Σίνγκμαν διακήρυξε την απαλλαγή του κινηματογράφου από κάθε καταβολή φόρου προκειμένου να αναβιώσει η κινηματογραφική βιομηχανία της χώρας. Τον ίδιο στόχο είχε και το σύστημα ποσόστωσης που επιβλήθηκε αργότερα, το οποίο περιόριζε τις προβολές των ταινιών του Χόλιγουντ και του Χονγκ Κονγκ. Το 1973 ιδρύθηκε στη Νότια Κ. ο οργανισμός Κorean Motion Picture Promotion Corporation, που απέβλεπε στην ανανέωση του κορεατικού κινηματογράφου· ο οργανισμός αναδιαρθρώθηκε το 1999 και με την ονομασία Korean Film Commission (KOFIC) ανέλαβε την προώθηση των κορεατικών ταινιών εντός και εκτός των συνόρων της χώρας.
Κατά την περίοδο 1960-70 αναδείχθηκε ο Κιμ Κι-γιανγκ, ο οποίος, με καλλιτεχνική αφετηρία το φιλμ The Box of Death (1955), γύρισε δεκάδες ταινίες (ανάμεσα στις οποίες το The Housemaid και το Iodo, 1961 και 1977 αντίστοιχα) εκφράζοντας τις αναζητήσεις του γύρω από τα θέματα της σεξουαλικότητας, της επιθυμίας και του θανάτου. Το 1981 ο σκηνοθέτης Ιμ Κουόν-Τάεκ, κεντρικό πρόσωπο του κορεατικού κινηματογράφου, έγινε διάσημος με την ταινία του Mandala και το 2002 βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Κανών για την ταινία του Μεθυσμένος με γυναίκες και ζωγραφική (Chihwaseon). Ιδιαίτερα αξιόλογος σκηνοθέτης είναι και ο Λι Τσανγκ-ντονγκ, ο οποίος, με την ταινία του Peppermint Candy (1999), κέρδισε το ειδικό βραβείο στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών στις Κάνες, ενώ τρία χρόνια αργότερα το φιλμ του Όαση (Oasis, 2002) τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ της Βενετίας.Η κορεατική μουσική παρουσιάζει πολλά κοινά σημεία με την παραδοσιακή κινεζική. Οι δύο χώρες βρίσκονταν σε συνεχή επαφή, τόσο πολιτική όσο και πολιτιστική, και αναπόφευκτα το βάρος της κινεζικής πείρας, τόσο πλούσιας σε πνευματικά στοιχεία, είχε αντίκτυπο στην Κ. Ωστόσο, παρά την έντονη επιρροή της κινεζικής μουσικής, η ηχητική κορεατική εκφραστικότητα παρουσιάζει πολυάριθμες πρωτοτυπίες και κυρίως μία αυτονομία που εκφράζεται από έναν τόνο μελαγχολίας.
Όπως σε όλες τις χώρες της ανατολικής Ασίας, έτσι και στην Κ. παρατηρείται μια σαφής διαφορά ανάμεσα στη λαϊκή και στην έντεχνη παράδοση, μολονότι είναι κοινά πολλά δομικά και στιλιστικά στοιχεία. Λόγω της απομόνωσής της η Κ. κατάφερε να διατηρήσει αρκετές αρχαίες μουσικές φόρμες. Αδιάψευστη μαρτυρία της συνέχισης της κινεζικής μουσικής στην Κ. αποτελεί το μουσικό δράμα. Όπως στην Κίνα (αντίθετα από το δυτικό θέατρο), έτσι και στην Κ. η βασική ιδέα της λυρικής όπερας είναι η ερμηνεία της ζωής και όχι η μίμησή της. Στο Παν-σόρι, που είναι το κατεξοχήν κλασικό είδος κορεατικού θεάτρου, υμνούνται οι υψηλές ηθικές αξίες του λαού, όπως η αγάπη για την πατρίδα, η συζυγική πίστη, η φιλία. Η κλασική μουσική προβλέπει τη συνύπαρξη μουσικής και τραγουδιού. Η κορεατική ορχήστρα παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία οργάνων που ανήκουν σε όλα τα είδη (έγχορδα, πνευστά και κρουστά). Όπως και στην Κίνα, η λαϊκή παράδοση είναι επηρεασμένη από την έντεχνη σχολή αλλά τα δημιουργήματά της είναι πιο απλά και οι εκδηλώσεις της πιο αυθόρμητες και εκφράζονται κυρίως από ερασιτέχνες. Στις μεγάλες συγκεντρώσεις, που διοργανώνονται κάθε χρόνο και είναι συνδεδεμένες με αγροτικές γιορτές, συμμετέχουν ολόκληρες κοινότητες με μουσικές και χορευτικές εκδηλώσεις.
Τα έντονα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα που συγκλόνισαν τη χώρα προκάλεσαν, κυρίως στις πόλεις, έναν γρήγορο εξευρωπαϊσμό των κοινωνικών δομών αλλά και των μουσικών εκφραστικών μεθόδων. Στο βόρειο τμήμα της χερσονήσου το κομουνιστικό καθεστώς ευνόησε ιδιαίτερα τη διατήρηση του παραδοσιακού στιλ, προσαρμόζοντάς το όμως στα νέα καλλιτεχνικά και κοινωνικά δεδομένα, κυρίως σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των τραγουδιών. Στον Νότο, η διαδικασία μετάλλαξης ήταν αντίθετα πιο άμεση και έντονη. Η μουσική εξελίχθηκε στις πόλεις και στα χωριά σύμφωνα με το ανατολίτικο στιλ, αλλά με μια μοντέρνα τεχνοτροπία, ενώ η παραμονή των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής είχε ως συνέπεια τη διάδοση της τζαζ.Γάμος. Πρόκειται για έναν από τους θεσμούς της κοινωνικής ζωής της Κ., ο οποίος διατήρησε περισσότερο τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά. Ο παντρεμένος άντρας έχει ξεχωριστή θέση στην κοινωνία και η άποψή του είναι σεβαστή. Η θέση της γυναίκας, όμως, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι περιορισμένη.
Μετά την ηλικία των οκτώ ετών, τα κορίτσια και τα αγόρια διαπαιδαγωγούνται με διαφορετικό τρόπο, ενώ αργότερα οι γονείς με τη βοήθεια ενός προξενητή φροντίζουν για την επιλογή του κατάλληλου συζύγου. Ο γάμος είναι άλυτος και η νόμιμη σύζυγος απολαμβάνει τα προνόμια που της παρέχουν ο βαθμός και η κοινωνική τάξη του συζύγου της, ανεξάρτητα από τη δική της καταγωγή.
Θάνατος. Από τα πανάρχαια χρόνια ήταν ιδιαίτερα σημαντική η εκλογή του τάφου στην Κ., καθώς επικρατεί η αντίληψη ότι ο κατάλληλος τάφος εξευμενίζει τα πνεύματα της γης και εξασφαλίζει αιώνια ειρήνη στον νεκρό· η έκταση του χώρου που περιβάλλει τον νεκρό είναι ανάλογη με την οικονομική ευρωστία της οικογένειάς του. Την ημέρα της κηδείας, συγγενείς και φίλοι συγκεντρώνονται μπροστά στο σπίτι του νεκρού έως την ώρα της δύσης του ηλίου, οπότε ξεκινά η νεκρική πομπή.
Πριν από το φέρετρο προηγείται ένας σημαιοφόρος με ένα κόκκινο λάβαρο, το οποίο δείχνει την κοινωνική θέση και τους τίτλους του νεκρού. Τη στιγμή της ταφής τοποθετούνται γύρω από το μνήμα μικρά βάζα με κρασί και ξηρά ψάρια, ενώ στο εσωτερικό του τάφου τοποθετούνται πέτρινα πλακίδια, μεγέθους περίπου 10 τ. εκ., με το όνομα και τους τίτλους του νεκρού, ώστε να αναγνωριστεί στον κόσμο των νεκρών.
Μετά τη λήξη της τελετής, όλοι κατευθύνονται στο σπίτι, ενώ οι συγγενείς μεταφέρουν και ένα από τα πλακίδια το οποίο, αφού λήξει η περίοδος του πένθους, τοποθετείται μαζί με τα υπόλοιπα στον χώρο που είναι ειδικά αφιερωμένος στη λατρεία των προγόνων. Οι συνήθειες που διέπουν τα νεκρικά έθιμα έχουν μεγάλη σημασία για τη ζωή των Κορεατών. Μόνο οι άντρες φέρουν πένθος, για μία περίοδο που ποικίλλει από τρεις μήνες έως τρία χρόνια, ανάλογα με τον βαθμό συγγενείας με τον νεκρό.
Σε όλη τη διάρκεια του πένθους φορούν ρούχα από κάνναβη, ενώ απαγορεύεται να δουλέψουν και οι συγγενείς είναι υποχρεωμένοι να τους συντηρούν.
Το σπίτι. Τα σπίτια που βρίσκονται στις πόλεις της Κ., όταν δεν μιμούνται το δυτικό στιλ, ακολουθούν κινεζικά πρότυπα. Τα σπίτια των αγροτών είναι πολύ απλά, φτιαγμένα από πέτρα ή από άργιλο, έχουν συνήθως έναν όροφο και οι σκεπές τους κατασκευάζονται είτε από κεραμίδια είτε από χόρτα ρυζιού είτε από στάχυα. Τα σπίτια όσων δεν διαθέτουν οικονομική ευρωστία έχουν μόνο ένα δωμάτιο με λιτή διακόσμηση. Το δάπεδο είναι στρωμένο με παχύ και ανθεκτικό λαδόχαρτο, οι πόρτες και τα παράθυρα είναι κατασκευασμένα από πλεγμένα καλάμια επενδεδυμένα με λαδόχαρτο και στους τοίχους συνήθως αναρτώνται φύλλα χαρτιού με κινεζικές επιγραφές. Τα κρεβάτια κατασκευάζονται από ψάθα ή από δέρμα, το μαξιλάρι είναι κυλινδρικό και συχνά γι’ αυτή τη χρήση τοποθετείται ένας ξηρός κορμός δέντρου. Στο κέντρο του δωματίου δεσπόζει ένα κανγκ, σύμφωνα με τις κινεζικές συνήθειες, δηλαδή μία πυροστιά τοποθετημένη κάτω από το πάτωμα, η οποία, με υπόγειες σωληνώσεις, θερμαίνει όλο το σπίτι και χρησιμεύει και για το μαγείρεμα.Γιορτές. Ιδιαίτερη σημασία στη ζωή κάθε Κορεάτη έχει η ημέρα που συμπληρώνει τα εξήντα του χρόνια. Οι συγγενείς, συνήθως, για να γιορτάσουν αυτή την επέτειο, κάνουν μεγάλα δώρα στον εορταζόμενο και διοργανώνουν γιορτές και συμπόσια.
Από τις συλλογικές γιορτές, η κυριότερη είναι εκείνη της Πρωτοχρονιάς. Στις 19 Μαΐου είναι η επέτειος της γέννησης του Βούδα και αυτή η γιορτή περιλαμβάνει υποβλητικές νυχτερινές πορείες των πιστών, οι οποίοι κρατούν φαναράκια. Στις 14 Ιουνίου τελείται γιορτή προς τιμήν του Tάνο, αφιερωμένη στα παραδοσιακά αθλήματα, όπως η πάλη, και η γιορτή της τραμπάλας στην οποία συμμετέχουν μόνο κορίτσια. Η επόμενη ημέρα είναι αφιερωμένη στους γεωργούς. Κατά τη διάρκεια αυτής της ημέρας μέλη της κυβέρνησης και του διπλωματικού σώματος, όπως και οι πιο ηλικιωμένοι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί συγκεντρώνονται και μεταφυτεύουν φυτά ρυζιού, ως σύμβολο ενότητας με τις οικογένειες των γεωργών.
Τον Σεπτέμβριο τελείται η γιορτή της Σελήνης, που αντιστοιχεί στη 15η ημέρα του 8ου μήνα, σύμφωνα με το σεληνιακό ημερολόγιο. Πρόκειται για την πιο χαρούμενη γιορτή του χρόνου· την πρώτη πανσέληνο έπειτα από τη φθινοπωρινή συλλογή των καρπών της γης, οι Κορεάτες επισκέπτονται τους τάφους των προγόνων τους.
Θρησκεία
Η χώρα, κατά την πάροδο των αιώνων, ήταν δεκτική σε διάφορες λατρείες, από την πιο αρχαία ανιμιστική θρησκεία του σαμανισμού που βασίζεται σε υπνωτιστικές τελετουργίες, μέχρι τον βουδισμό (που εισήχθη τον 4ο αι.) και τον κομφουκιανισμό (επίσημη θρησκεία από το 1392 έως το 1910), που συνέβαλε στη διάδοση του πολιτισμού μέσω των ιδρυμάτων και των θρησκευτικών σχολών. Διαδεδομένες θρησκείες είναι επίσης ο ταοϊσμός και το Τσόντογκιο, μία λατρεία χαρακτηριστική της Κ., που συνδυάζει επιρροές του σαμανισμού με στοιχεία που προέρχονται από τον βουδισμό και τον χριστιανισμό. Γενικά, όμως, στις ανώτερες τάξεις επικρατεί ο κομφουκιανισμός και στις μεσαίες τάξεις ο βουδισμός. Η μεγάλη πλειονότητα του λαού γενικά αδιαφορεί για τον βουδισμό και διατηρεί τις αρχαίες πατρογονικές δοξασίες που αποτελούν μία παραλλαγή του σαμανισμού της βόρειας Ασίας, με βουδιστικές επιρροές. Επίσης είναι διαδεδομένη η λατρεία των ζώων καθώς και η λατρεία των προγόνων και της προστάτιδας θεότητας των διαφόρων οικισμών. Σημαντική είναι επίσης η λατρεία του ανώτατου ουράνιου όντος, που χαρακτηρίζεται ως ανώτερη δύναμη, στο οποίο αποδίδονται ύψιστες τιμές· παλαιότερα, σε περιπτώσεις ανάγκης, κινδύνου, επιδημίας ή ξηρασίας τελούσαν θυσίες προς τιμήν του.
Ο χριστιανισμός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος στο νότιο τμήμα της χερσονήσου. Εισήχθη στην Κ. τον 17ο-18ο αι., όχι μέσω των ιεραποστόλων αλλά μέσω Κινέζων χριστιανών και μέσω της μελέτης των χριστιανικών κειμένων, και γνώρισε αιματηρές διώξεις έως την υπογραφή της συνθήκης φιλίας και εμπορίου με τις ΗΠΑ το 1882.Αναφορικά με τις ενδυματολογικές συνήθειες, οι Κορεάτες ακολουθούν ολοένα και περισσότερο τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ωστόσο, η κορεατική παράδοση είναι διαφορετική. Το χρώμα που κυριαρχεί στο κορεατικό βεστιάριο είναι το λευκό. Οι άντρες φορούν ζακέτα με μανίκια, φαρδιά παντελόνια που δένονται με γκέτες και ένα μακρύ πανωφόρι. Το σύνηθες καπέλο είναι κατασκευασμένο από πλεγμένα φύλλα μπαμπού. Οι σύζυγοι των χωρικών φορούν ένα κοντό ζακετάκι, το οποίο καλύπτει μόνο το επάνω μέρος του στήθους, πολύ φαρδιά παντελόνια που δένουν στους αστραγάλους και μία βαμβακερή κοντή φούστα.Οι βασικές τροφές των Κορεατών είναι το ρύζι και το κεχρί, τα οποία μαγειρεύονται με μεγάλες ποσότητες από κοκκινοπίπερο, μπαχαρικά και σάλτσες. Αντιπροσωπευτικό πιάτο είναι το κίμτσι, ένα σύνολο από μικρές ποσότητες διαφόρων οσπρίων με αρκετό κοκκινοπίπερο. Ένα άλλο τυπικό έδεσμα αποτελείται από διάφορους τύπους κρέατος αναμεμειγμένους με λαχανικά. Το καλοκαίρι, οι κατώτερες τάξεις τρέφονται με πεπόνια και κολοκύθες (αποξηραμένα ή βραστά) που αφθονούν στην κορεατική χερσόνησο και τα οποία διατίθενται από πλανόδιους πωλητές. Το χαρακτηριστικό πιάτο για τις επίσημες περιστάσεις είναι το ψητό κοτόπουλο με όλα τα φτερά αλλά και τα εντόσθιά του.
Από τα μη αλκοολούχα ποτά οι Κορεάτες προτιμούν το βραστό ρυζόνερο από το τσάι, ενώ από τα αλκοολούχα ευρεία διάδοση έχει το γιαχτζού, το ρυζόκρασο.
Πυροτεχνήματα πάνω από το στάδιο της Σεούλ κατά διάρκεια της τελετής έναρξης των αγώνων του Παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου του 2002 (φωτ. ΑΠΕ).
Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 2002 αναδείχθηκε πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κορέας ο Ρο Μου-χιούν (φωτ. ΑΠΕ).
Άποψη του Ολυμπιακού Σταδίου της Σεούλ, όπου διεξήχθησαν οι Ολυμπιακοί αγώνες του 1988 (φωτ. Πρεσβεία Νότιας Κορέας).
Ο Κιμ Γιουνγκ Σαμ διετέλεσε πρόεδρος της Δημοκρατίας της Κορέας από το 1993 έως το 1998 (φωτ. ΑΠΕ).
Η τελετή έναρξης των 24ων Ολυμπιακών Αγώνων στη Σεούλ (1998).
Χαρτονόμισμα των 5.000 γουόν της Νότιας Κορέας, που εκδόθηκε το 2002.
Εργοστάσιο γεωργικών μηχανημάτων στη Νότια Κορέα (φωτ. Πρεσβεία Νότιας Κορέας).
Ένα από τα ναυπηγεία της Νότιας Κορέας.
Συνεργείο από τη Νότια Κορέα εγκαθιστά σωλήνες για τη μεταφορά νερού στη Λιβύη.
Ευρέως διαδεδομένη στην Νότια Κορέα είναι η καλλιέργεια του φυτού τζίνσενγκ· η αποξηραμένη ρίζα του χρησιμοποιείται κυρίως στην παρασκευή φαρμάκων (φωτ. Πρεσβεία Νότιας Κορέας).
Η αυτοκινητοβιομηχανία της Νότιας Κορέας είναι ακμάζουσα (φωτ. Πρεσβεία Νότιας Κορέας).
Μεγάλο σιδηρουργικό συγκρότημα στην περιοχή της κορεατικής πόλης Ιντσόν.
Ψαράδικο χωριό κοντά στην πόλη Μπουσάν της Νότιας Κορέας.
Ορυζώνας στην επαρχία Γκιονγκγκί της Νότιας Κορέας.
Φωτογραφία της πόλης Ποχάνγκ και του λιμανιού της στη Νότια Κορέα, από δορυφόρο της NAΣA, τον Ιούνιο του 1991 (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Άποψη της εντυπωσιακής ετήσιας έκθεσης EXPO.
Το Εθνικό Μουσείο της Σεούλ.
Ένας από τους δεκάδες ναούς (παγόδες) που κοσμούν τη Νότια Κορέα.
Η Σεούλ, πρωτεύουσα της Νότιας Κορέας, είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο, όπου το παρελθόν και το παρόν συνυπάρχουν με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο.
Χαρακτηριστικό οικοδόμημα στη Σεούλ, πρωτεύουσα της Νότιας Κορέας.
Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)
Μία από τις εντυπωσιακές παγόδες της Νότιας Κορέας (φωτ. Πρεσβεία Νότιας Κορέας).
Dictionary of Greek. 2013.